Στην πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (εν Συμβουλίω) εισήχθη, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2 εδ. γ' στοιχ. α' του Ν. 4938/2022 [ΦΕΚ Α' 109/6-6-2022] "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών", η υπ' αριθμ. 19/10-5-2024 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητήθηκε η υπέρ του νόμου αναίρεση του υπ' αριθ. 479/2024 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο αποφάνθηκε για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.
Κατά τον χρόνο τόσο της έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος (15-2-2024) όσο και της άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης (10-5-2024), ήταν σε ισχύ ο Ν. 5002/2022 περί της "Διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλειας και προστασίας προσωπικών δεδομένων πολιτών" (Α' 228), σκοπός του οποίου είναι, σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτού: α) η θωράκιση και ο εκσυγχρονισμός της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Συντάγματος, β) η βελτιστοποίηση της δράσης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γ) η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών από λογισμικά παρακολούθησης, δ) η οργανική και λειτουργική αναβάθμιση του επιπέδου κυβερνοασφάλειας στη χώρα, και ε) η αποτελεσματικότερη προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ως προς τα μεταδεδομένα, δεν θεωρήθηκε από τον συνταγματική νομοθέτη ότι αυτά έχρηζαν αυξημένης συνταγματικής προστασίας τα εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών και, συνεπώς, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ' αρχήν μόνο το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αυτό γινόταν δεκτό από την κυρίαρχη συνταγματική θεωρία, που ακολουθήθηκε και από την πάγια πλέον νομολογία του Αρείου Πάγου [Ολ. ΑΠ 1/2017 (Πολ), ΑΠ 78/2021, ΑΠ 2120/2018, ΑΠ 1801/2016, ΑΠ 689/2014, ΑΠ 203/2014, ΑΠ 711/2011, ΑΠ 1564/2010, ΑΠ 570/2006 και από τη θεωρία, αντί άλλων, Αρ. Μάνεση, Α' Ατομικές Ελευθερίες, δ' έκδοση, 1982 σελ. 238, Π. Παραρά, Σύνταγμα 1975, έκδ. 1982, σελ. 293, Ν. Αλιβιζάτο, γνωμοδότηση, σε ΔΙΜΕΕ 2017/8 επ., αντίθ. ΑΠ 1421/2010, ΑΠ 924/2009, ΣτΕ 1593/2016].
Όμως, η μη συμπερίληψη των εξωτερικών στοιχείων - μεταδεδομένων των επικοινωνιών στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί η προστασία του απορρήτου αυτών από τον κοινό νομοθέτη, οπότε η άρση της μπορεί να προβλέπεται να γίνεται είτε με τις ίδιες προϋποθέσεις, είτε με μεγαλύτερη ευελιξία (εφόσον επιτρέπεται από το ενωσιακό δίκαιο), χωρίς δηλαδή τα αυστηρά συνταγματικά προαπαιτούμενα (για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Αντιθέτως, αυτό επιβάλλεται όταν απαιτείται η εισαγωγή εθνικής νομοθεσίας για τη συμμόρφωση με ενωσιακή νομοθεσία (οδηγίες), που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα. Πράγματι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχικά, εκδόθηκε η Οδηγία 97/66/ΕΚ, περί επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και προστασίας της ιδιωτικής ζωής στον τηλεπικοινωνιακό τομέα, στην οποία τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας διακρίθηκαν σε δεδομένα κίνησης και χρέωσης. Στη συνέχεια, τα ευρωπαϊκά νομοθετικά όργανα προχώρησαν στην προσαρμογή τόσο της ως άνω Οδηγίας 97/66/ΕΚ, όσο και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, στις νεότερες εξελίξεις των αγορών και των τεχνολογιών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, για τον λόγο αυτό, εξέδωσαν την Οδηγία 2002/58/ΕΚ (E-Privacy Directive), σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ώστε να διασφαλιστεί ο πλήρης σεβασμός των δικαιωμάτων των πολιτών, που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την οδηγία αυτή καθιερώθηκε το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, διευρύνθηκε το πεδίο προστασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας, καθώς προστέθηκε, στις ήδη υπάρχουσες επιμέρους έννοιες των δεδομένων κίνησης και χρέωσης, η έννοια των δεδομένων θέσης, που υπάγονται στην προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας, απαγορεύθηκε κάθε ενέργεια ακρόασης, υποκλοπής, αποθήκευσης ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησής τους, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, ενώ ρυθμίστηκε το ζήτημα της διατήρησης και επεξεργασίας των μεταδεδομένων επικοινωνίας των συνδρομητών, για περιορισμένο χρόνο, για λόγους που αφορούν στη μετάδοση της επικοινωνίας, υπό ορισμένες επιφυλάξεις, αναφερόμενες αφενός μεν στη χρέωση της επικοινωνίας, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών και την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας (δεδομένα κίνησης), αφετέρου δε υπό την προϋπόθεση της ανωνυμοποίησής τους ή της συγκατάθεσης των χρηστών (δεδομένα θέσης).
Συνεπώς, επί αιτήματος άρσης του απορρήτου εξωτερικών στοιχείων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που ανάγονται στο παρελθόν, αυτή δεν διενεργείται με τη διαδοχική ανά δίμηνο άρση του, αλλά επιβάλλεται εξαρχής η άρση του απορρήτου για όλη την αναγκαία χρονική περίοδο, που μπορεί να εκτείνεται μέχρι τη μέγιστη χρονική διάρκεια, που υποχρεούνται να διατηρούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών μεταδεδομένα, ήτοι αυτή των δώδεκα (12) μηνών και όχι μόνο των δέκα (10) μηνών, που προβλέπεται στον νόμο για τις αναγόμενες στο μέλλον άρσεις του απορρήτου, καθόσον πρόκειται για διαφορετικές καταστάσεις, αφού, στην τελευταία περίπτωση, επιδιώκεται να έχει την ελάχιστη δυνατή διάρκεια το επαχθές μέτρο της διενεργούμενης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών (παρακολούθησης), ενώ, στην πρώτη περίπτωση, οι επικοινωνίες έχουν ήδη λάβει χώρα και, απλώς, για την άρση του απορρήτου πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας, έτσι ώστε να ζητηθούν εξαρχής εξωτερικά στοιχεία των επικοινωνιών μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο για τη διενεργούμενη έρευνα.
Διαβάστε όλο το περιεχόμενο της ΑΠ 4/2024 εδώ.
![]() | 6944 585 396 |
![]() | d.anastasopoulos@metodikigoro.gr |
![]() | Dimitris Anastasopoulos |