ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

|  Υπόδειγμα  [1] |  156  λουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης, ιδίως οι διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ . Την ίδια υποχρέω - ση επιβάλλει, ακόμα, το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικό - τερο πνεύμα της νομοθεσίας μας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Έτσι, παρανομία συνιστά αυτοτελώς και η παράβαση της γενικής υπο - χρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβε - βλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιική αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέ - ουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1361/2013 ΝοΒ 62, 105, ΑΠ 535/2012 ΝοΒ 60, 1969, 2023, ΑΠ 14/2021 ΤΝΠ Νόμος). Το κυριότερο, δε, κριτήριο, με βάση το οποίο κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβαση της συνεπάγεται παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη. Ακολούθως, όταν η πρά - ξη ή η παράλειψη που συνιστά αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης ή πλημμελή εκπλήρωση, είναι συγχρόνως και καθ’ εαυτή παράνομη, δηλαδή θα ήταν παράνομη και εάν είχε δια - πραχθεί χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση, γίνεται δεκτή συρροή των δύο λό - γων ευθύνης, δηλαδή της ενδοσυμβατικής και της αδικοπρακτικής ευθύνης. Περαιτέρω προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης κατά το άρθρο 914 ΑΚ είναι η ύπαρξη υπαιτιότητας του ζημιώσαντος. Με τον όρο υπαιτιότητα ή πταί - σμα εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργεια ή παράλειψή του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπό του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δε - σμός του προσώπου προς μια ενέργειά του συνίσταται είτε στο ότι επιδίωξε την ενέρ - γεια αυτή, άρα στην ύπαρξη δόλου προς την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσμα - τος, είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα ώστε να την αποφύγει ενώ μπορούσε και όφειλε να το πράξει και, άρα, στην ύπαρξη αμέλειας. Ειδικότερα, αμέλεια ως μορφή υπαιτιότητας υπάρχει, όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επι - μέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιο - γόνου αποτελέσματος, ο δράστης είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω απο - τελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Βαριά αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματά της. Επιπροσθέτως, αποζημίωση κατ’ άρθρο 914 ΑΚ οφείλεται όταν το γεγονός που δημι - ουργεί την ευθύνη, υπήρξε πράγματι η αιτία της ζημίας. Η σχέση αυτή αιτίου και αποτε - λέσματος μεταξύ γεγονότος ικανού κατ’ αρχήν να ιδρύσει ευθύνη και της ζημίας είναι η αιτιώδης συνάφεια ή αιτιώδης σύνδεσμος, που υπάρχει όταν η συμπεριφορά του δρά - στη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν αντικειμενικά, ικανή να επιφέρει, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο επέ -

RkJQdWJsaXNoZXIy MjA5Mjk=