ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
| Υπόδειγμα [5] | 272 πει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφή - νεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφι - βολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να δι - ατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΜΠρΕδεσ 545/1979, ΕλλΔνη 20.803). Ούτως το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόρι - στη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή της σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΜΠρΑθ 6534/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 2588/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ειρ Χίου 21/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 306/2014, ΕφΑΔ 2014.756, ΕφΘεσ 162/2013 ΕφΑ Δ 2014.521), δεδομέ - νου ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη. Η δε αοριστία του δικογράφου της αγω - γής κατά τα ανωτέρω επιφέρει το απαράδεκτο αυτής στην απαγγελία του οποίου προ - βαίνει το Δικαστήριο είτε κατόπιν ένστασης είτε και αυτεπάγγελτα γιατί ανάγεται στην προδικασία που είναι δημόσιας τάξης (άρθρο 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής διακρίνεται σε νομική, ποσοτική και ποιοτική. Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, σε σχέση με όσα απαιτούνται κατά το νόμο να υπάρχουν για τη θεμελίωση των εννόμων συνεπειών, χαρακτηρίζεται νομική αοριστία (συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του δι - κογράφου). Αντίθετα, η έλλειψη των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρ - μογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ποσοτική αοριστία (έλλειψη στοιχείων απαιτούμενων για την επέλευση των αποτελεσμάτων, που ορίζεται με τους παραπάνω κανόνες, ότι επέρχονται ως αποτέλεσμα). Εξάλλου, η επίκληση απλά των στοιχείων του νόμου, χωρίς αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που συντρέ - χουν στην προκείμενη περίπτωση, χαρακτηρίζεται ποιοτική αοριστία (ΑΠ 119/2014, ΑΠ 120/2014, ΑΠ266/2014, ΑΠ 935/2014, ΑΠ 979/2014, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 883/2011, ΑΠ 963/2006, ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1573/1981, ΝοΒ 1982, 1054) της αγωγής (ή ένστασης). Άλλωστε, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συ - γκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε πε - ρισσότερα, από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώ - ματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή (Ολ. Α.Π.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MjA5Mjk=