Άρθρο του κ. Φώτη Κ. Γιαννούλα, Δικηγόρου, μέλους ΔΣ ΔΣΑ και του Συνδυασμού μας
Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας όποιος διαπιστώνει τις τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει λόγος να αναφέρει κανείς αριθμούς, για να τεκμηριώσει την διαπίστωση αυτή, καθώς ο μέσος δικηγόρος ιδίως στην Αθήνα νιώθει στην καθημερινότητά του τους βασανιστικούς ρυθμούς στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Το γεγονός, όμως, ότι το πρόβλημα της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης είναι τόσο παλιό όσο περίπου και το ελληνικό κράτος, προβληματίζει ακόμη περισσότερο: Τι είναι αυτό που μπορούμε να «ανακαλύψουμε», που είναι ικανό να λύσει ή να βελτιώσει σημαντικά ένα τόσο χρόνιο πρόβλημα, όπως αυτό;
Το βέβαιο είναι: Όταν, για να φτιάξει κανείς ένα φαγητό, βάζει πάνω κάτω τα ίδια υλικά, θα βγάλει ένα φαγητό με πάνω κάτω την ίδια γεύση. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά: Όσο κάνουμε επιμέρους σημειακές αλλαγές σε έναν συνολικότερο καμβά ρυθμίσεων, που αφήνουμε εν πολλοίς αλώβητο, το αποτέλεσμα που θα παίρνουμε θα είναι παρεμφερές. Συνεπώς, για να πετύχουμε σημαντική διαφοροποίηση στο αποτέλεσμα, πρέπει να δούμε την εικόνα όσο περισσότερο αδέσμευτοι από όσα θεωρούμε ως αυτονόητες οιονεί εξ αποκαλύψεως αλήθειες της νομικής μας ζωής.
Η κυβέρνηση φαίνεται από τις εκλογές και μετά να έχει αναλάβει την πρωτοβουλία να προχωρήσει σε νομοθετικές αλλαγές, προκειμένου να μειωθεί δραστικά ο χρόνος αναμονής μέχρι την τελεσίδικη απόφανση της Δικαιοσύνης επί κάθε εισαγόμενης διαφοράς. Το βασικό πλαίσιο των σκέψεων που έχει δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα κινείται γενικά στην σωστή κατεύθυνση.
Ο πρώτος άξονας είναι η αποδικαστηριοποίηση, δηλαδή η «εξαγωγή» από το δικαστηριακό σύστημα επίλυσης των διαφορών μιας μερίδας υποθέσεων χαμηλής δικαιοδοτικής δυσκολίας: Διαταγές πληρωμής, προσημειώσεις, κληρονομητήρια, πράξεις έγκρισης σωματείων και άλλες πιθανόν περιπτώσεις οδηγούνται να εκδίδονται από δικηγόρους ή/και συμβολαιογράφους.
Οι δικηγόροι είμαστε κατάλληλοι να «υποδεχθούμε» την ανάληψη των σημαντικών αυτών καθηκόντων. Το πλαίσιο της πρότασης που έχουμε συζητήσει στο ΔΣ του ΔΣΑ διασφαλίζει ότι το ειδικό σώμα των δικηγόρων που μπορούν να αναλαμβάνουν τα ανωτέρω καθήκοντα θα έχει τα εχέγγυα και της γνώσης και της αμεροληψίας, που απαιτούνται:
Αναλυτικότερα το πλαίσιο του νέου συστήματος θα μπορούσε να οριοθετείται από τους εξής άξονες:
Ο δεύτερος άξονας είναι οι αλλαγές στην αρμοδιότητα μεταξύ Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων με κύριο γνώρισμα την μεταφορά ύλης από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία με ταυτόχρονη ανασυγκρότηση των Ειρηνοδικείων και της υπηρεσιακής κατάστασης των Ειρηνοδικών, ώστε να μπορεί να υπηρετηθεί το νέο σύστημα.
Οι δύο αυτοί άξονες είναι κατ’ αρχήν θετικοί και έχουν συγκεντρώσει και την θετική υποδοχή και από τους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας. Ωστόσο, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα στατιστικά των τελευταίων 15 ετών που δείχνουν ότι παρά τις διαφορές στην αρμοδιότητα των Πρωτοδικείων και των Ειρηνοδικείων, το ποσοστό εκδιδόμενων αποφάσεων επί των εισαγόμενων δικογράφων κατ’ έτος στο Πρωτοδικείο Αθηνών παραμένει σε γενικές γραμμές σε ένα ποσοστό 65%, διατρέχουμε τον κίνδυνο να νομοθετηθούν μεν σημαντικές αλλαγές με φτωχά αποτελέσματα στο χρόνο απονομής της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, μόνη η μεταφορά υλικής αρμοδιότητας δεν αρκεί αν δεν συνοδευθεί από άλλες μεταρρυθμίσεις. Και πρώτα από όλα απαιτείται η πρότερη ή ταυτόχρονη ανασυγκρότηση των περιφερειακών Ειρηνοδικείων ιδίως της Αττικής, καθώς με την υπάρχουσα δομή και λειτουργία τους δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις.
Για αυτό, πέραν αυτών των δύο αξόνων, πρέπει να προωθηθούν άμεσα ρυθμίσεις, χωρίς τις οποίες οι όποιες άλλες μεταρρυθμίσεις μπορεί να καταλήξουν γράμμα κενό.
Έτσι, μπορούμε να σκεφτούμε:
Πρέπει να έχουμε, βέβαια, υπ’ όψιν ότι σκοπός είναι οι νέες ρυθμίσεις να συγκροτούν σύστημα κανόνων και όχι μπαλώματα ρυθμίσεων χωρίς εσωτερική συνοχή. Ο ισχύων Κώδικας παρά τις ατέλειες ή τις πρακτικές δυσχέρειες που προκαλεί, αποτελεί κατά βάση ένα σύστημα κανόνων δικαίου, ικανό να επιλύει ζητήματα ακόμη κι όταν απουσιάζει ρητός και συγκεκριμένος κανόνας. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε επιπόλαιες λύσεις που θα διαταράξουν την εσωτερική συνοχή του συστήματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να πατήσουμε ακριβώς πάνω στο υπάρχον σύστημα και να κινηθούμε αποκλειστικά και αυστηρά εντός των πλαισίων του. Αλλά αν γκρεμιστεί – έστω εν μέρει – ένα οικοδόμημα, πρέπει να χτιστεί άλλο επίσης συγκροτημένο και συμπαγές οικοδόμημα και όχι ένα ασύνδετο κολλάζ διατάξεων.
Εξάλλου, θα πρέπει να αποφευχθούν ρυθμίσεις ανελαστικές, με εξαντλητική πρόβλεψη κάθε πιθανής περίπτωσης. Η ταχεία, αλλά και ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί δικονομικές ρυθμίσεις που θα προβλέπουν αρχές και κριτήρια, αλλά θα είναι ευέλικτες και θα επιτρέπουν το δικαστή να απονείμει δικαιοσύνη γρήγορα και με προσαρμογή στις ανάγκες της κάθε δικαζόμενης υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, κάθε μεταρρύθμιση απαιτεί και προϋποθέτει επένδυση: Επένδυση στο στελεχιακό δυναμικό, επένδυση σε πρόσληψη και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων, επένδυση σε υποδομές. Βήματα έχουν γίνει σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά είναι μικρά και δειλά. Αυτή την στιγμή τα δικαστήρια λειτουργούν εντελώς υποστελεχωμένα, με ηλεκτρονικά συστήματα που «σέρνονται», την ώρα που η προετοιμασία των νέων συστημάτων διαρκεί τόσο, που είναι βέβαιο ότι όταν αυτά τα νέα συστήματα θα είναι έτοιμα να λειτουργήσουν, θα είναι ήδη πεπαλαιωμένα.
Όπως και να το κάνουμε, όποια λύση και αν σκεφτούμε, είναι απολύτως βέβαιο ότι για να υπάρξει σημαντική βελτίωση, πρέπει το Ελληνικό Δημόσιο – άρα οι Έλληνες φορολογούμενοι – να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη. Χωρίς γενναία χρηματοδότηση, σοβαρά αποτελέσματα στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης δεν πρόκειται να δούμε.
6944 585 396 | |
d.anastasopoulos@metodikigoro.gr | |
Dimitris Anastasopoulos |