Άρθρο του Αντώνη Μιχελόγγονα, Μέλους της Επιτροπής Φορολογικών & Κοινωνικοασφαλιστικών Συμβουλών Ε.Α.Ν.Δ.Α.
Στις 08.02.2023 δημοσιεύθηκε η απόφαση ΣτΕ 189/2023, που έκρινε αναίρεση κατά της απόφασης ΔΕφΑθ 1648/2017, με την οποία είχε γίνει δεκτή έφεση του (νυν) ΕΦΚΑ κατά της απόφασης ΔΠΑ 18906/2015. Με την απόφαση αυτή είχε κριθεί μεταξύ άλλων ότι είναι νόμιμη η υποχρεωτική εγγραφή των ασκουμένων δικηγόρων στην κοινωνική ασφάλιση, με το σκεπτικό ότι «…οι ασκούμενοι δικηγόροι, οι οποίοι τελούν στην πράξη υπό όμοιες συνθήκες με τους νεοεισερχόμενους στο επάγγελμα δικηγόρους, κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της άσκησης του επαγγέλματός τους, επιβαρύνονται με τις ίδιες εισφορές τις οποίες υποχρεούνται να καταβάλλουν οι τελευταίοι, προκειμένου να απολαμβάνουν τις ίδιες σε είδος παροχές από το Ε.Τ.Α.Α., όπως και οι νέοι δικηγόροι…». Με τη ΣτΕ 189/2023 η αναίρεση που στρεφόταν κατά του συγκεκριμένου σκεπτικού απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για δικονομικούς λόγους. Συνεπώς, το ως άνω σκεπτικό έχει κατοχυρωθεί νομολογιακά στον ανώτατο δυνατό βαθμό.
Δε θα μείνω στο πόσο σωστό ή λάθος βρίσκει κανείς το συγκεκριμένο σκεπτικό, ούτε στο αν το ίδιο το σκεπτικό είναι ή όχι συμβατό με τους κανόνες της λογικής. Όποια θέση κι αν έχει κανείς επ’ αυτού, πλέον είναι δικαστικά εγκαθιδρυμένο. Και σαν αυτόματη συνέπεια, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο από την εκτελεστική, όσο και από τη νομοθετική εξουσία όταν αυτές έρχονται αντιμέτωπες με το θεσμό του ασκουμένου δικηγόρου. Πρέπει να λαμβάνεται δηλαδή υπόψη ότι ο ασκούμενος δικηγόρος:
1. Έχει πλέον κατοχυρωθεί νομολογιακά ως επαγγελματίας και όχι ως μαθητευόμενος.
2. Έχει πλέον κατοχυρωθεί ως υπόχρεος κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή ως οικονομικά ενεργός.
Νομίζω ότι ακόμα ένα άρθρο που θα αναφέρεται στις συνθήκες της δικηγορικής άσκησης στην Ελλάδα δεν είναι αυτό που χρειαζόμαστε. Έχουν γραφτεί πολλά, και αν μη τι άλλο όσοι έχουμε κάνει άσκηση κανονική τις ξέρουμε από πρώτο χέρι, δε χρειαζόμαστε να διαβάσουμε για αυτές για να τις μάθουμε.
Το θέμα του άρθρου αφορά μία και μόνο πτυχή του θεσμού της άσκησης: Το επαγγελματικό καθεστώς του ασκουμένου δικηγόρου, και οι δυνατότητες απασχόλησής του.
Όπως προανέφερα, και επιβεβαίωσε πλέον και η νομολογία, ο ασκούμενος δικηγόρος από πλευράς κοινωνικής ασφάλισης αντιμετωπίζεται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας ως ελεύθερος επαγγελματίας, κατ’ αντιστοιχία με το νέο δικηγόρο. Ωστόσο, προϋπόθεση για να θεωρείται κανείς ελεύθερος επαγγελματίας είναι ακριβώς η ελευθερία του, η δυνατότητα δηλαδή να δρα επαγγελματικά μόνος του. Ο ασκούμενος δικηγόρος δεν έχει τέτοια δυνατότητα.
Καταρχήν, αναγκαία προϋπόθεση για να διατηρεί την ιδιότητα του ασκουμένου είναι κάποιος δικηγόρος παρ’ Εφέταις ή παρ’ Αρείω Πάγω να έχει δηλώσει στο Δικηγορικό Σύλλογο ότι ο συγκεκριμένος ασκούμενος ασκείται πλάι του. Ανάκληση αυτής της δήλωσης, αν δεν ακολουθήσει αντικατάστασή της από δήλωση άλλου δικηγόρου, επάγεται απώλεια της ιδιότητας του ασκουμένου. Αυτό πρακτικά συνεπάγεται μια έντονη μορφή εξάρτησης.
Πέραν όμως αυτού, η εξάρτηση φαίνεται ακόμα περισσότερο αν ληφθεί υπόψη ότι, βάσει του Κώδικα Δικηγόρων, όσα έργα προβλέπονται ρητά για τον ασκούμενο δικηγόρο (παράσταση σε ειρηνοδικεία, ένορκες βεβαιώσεις κοκ) απαιτούν τη σύμπραξη άλλου δικηγόρου (με συνυπογραφή ή με έκδοση γραμματίου κοκ).
Δεδομένων των ανωτέρω, είναι σαφές πως η υπαγωγή του ασκουμένου δικηγόρου στο καθεστώς του ελεύθερου επαγγελματία, ίσως να θεωρήθηκε κατάλληλη από πλευράς κοινωνικής ασφάλισης, από ευρύτερης όμως άποψης ήταν ασυμβίβαστη με το καθεστώς της άσκησης.
Από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί και το εξής. Το σκεπτικό ότι ο ασκούμενος δικηγόρος μπορεί να εξομοιωθεί με το νέο δικηγόρο δεν πάσχει μόνο στο σκέλος της θεώρησής του ως ελεύθερου επαγγελματία. Πάσχει και για το λόγο ότι, σε αντίθεση με το νέο δικηγόρο, ο ασκούμενος δικηγόρος δεν προβλέπεται στο νόμο να συνάπτει σύμβαση έμμισθης εντολής (οπότε θα υπαγόταν αναλογικά στις διατάξεις για τη μισθωτή εργασία και την κοινωνική ασφάλιση μισθωτών). Ένα κενό του νόμου παράλογο αν αναλογιστεί κανείς την εκ του νόμου εξαρτημένη φύση της άσκησης που προπεριγράφηκε.
Όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, λαμβάνουν έτι αυξημένη σημασία στο πλαίσιο του ζητήματος της κατοχύρωσης ελάχιστης αμοιβής των ασκουμένων δικηγόρων, που έχει τεθεί στο προσκήνιο εδώ και περίπου ένα χρόνο. Τη δεδομένη χρονική στιγμή οι ασκούμενοι δικηγόροι είναι υπόχρεοι καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς ταυτοχρόνως να έχουν νομικά κατοχυρωθεί ως προς το ύψος των αμοιβών τους. Και ναι μεν θα αντιτείνει κάποιος σε αυτό ότι ούτε οι υπόλοιποι ελεύθεροι επαγγελματίες είναι εξασφαλισμένοι, αλλά η προφανής απάντηση σε αυτό είναι ότι οι υπόλοιποι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν δυνατότητα να αναλαμβάνουν δουλειές μόνοι τους, ενώ οι ασκούμενοι δεν την έχουν. Και ταυτοχρόνως, ενώ υπάρχει εκ των πραγμάτων εξάρτηση του ασκουμένου δικηγόρου από το δικηγόρο στον οποίο ασκείται, δεν υπάρχει πρόβλεψη συμμετοχής του στις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης του ασκουμένου.
Πριν περίπου ένα χρόνο, κλήθηκα να παραστώ σε μια συνάντηση ανάμεσα στον τότε υπουργό Εργασίας και το Στέλιο Λεριό (Σύμβουλο ΔΣΑ), τον Κωστή Λιακόπουλο και το Γιώργο Βουνίδη (αμφότεροι Σύμβουλοι ΕΑΝΔΑ), καθότι τα θέματα του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου θα με ενδιέφεραν. Μεταξύ άλλων ζητημάτων, τέθηκε κάποια στιγμή στο τραπέζι και η ιδέα της κατοχύρωσης ελάχιστης αμοιβής ασκουμένων δικηγόρων, χωρίς όμως να συζητηθεί περισσότερο. Και αυτό γιατί ο υπουργός έδωσε μια απάντηση αναμενόμενη και λογική: Πως να συζητήσω κάτι που δε μου έχει τεθεί ποτέ επισήμως από κάποιον Δικηγορικό Σύλλογο;
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να υπενθυμιστούν δύο δεδομένα. Πρώτον, στον υφιστάμενο Κώδικα Δικηγόρων υπάρχει ρητή πρόβλεψη (13 παρ. 11 Ν. 4194/2013) περί υποχρεωτικότητας της αμοιβής των ασκουμένων. Δεύτερον, πριν από τη θέση σε ισχύ της διάταξης αυτής είχε κατοχυρωθεί ελάχιστη αμοιβή ύψους 600 ευρώ μηνιαίως για τους ασκουμένους (Ν. 4093/2012), που όμως ίσχυσε για ελάχιστο διάστημα πριν καταργηθεί, κατόπιν αντιδράσεων των Δικηγορικών Συλλόγων.
Πράγματι, από τότε το ζήτημα δεν είχε ανακινηθεί ξανά. Και μετά την «προτροπή» της συγκεκριμένης συνάντησης, θεωρήθηκε πως ήταν καιρός να ανακινηθεί. Ξεκίνησε με την υποβολή σχετικής πρότασης από τον Κωστή Λιακόπουλο και το Γιώργο Βουνίδη στο ΔΣ της ΕΑΝΔΑ. Μεσολάβησαν διαβουλεύσεις και τροποποιήσεις ανάμεσα στα μέλη του ΔΣ, και υιοθετήθηκε.
Ακολούθως, η κατοχύρωση ελάχιστης αμοιβής τέθηκε πλέον στο ΔΣ του ΔΣΑ, με την από 27.06.2022 εισήγηση του του συνδυασμού «Με το Δικηγόρο» (Δημήτρης Αναστασόπουλος, Στέλιος Λεριός, Φώτης Γιαννούλας, Ζώης Σταυρόπουλος), αλλά και με επίκληση της προηγηθείσας απόφασης της ΕΑΝΔΑ. Πέρασε καιρός μέχρι το ζήτημα να μπει στην ημερήσια διάταξη. Και ακόμα περισσότερος καιρός μέχρι τελικά να συζητηθεί, καθότι για αρκετές συνεδριάσεις το θέμα ήταν στην ημερήσια διάταξη αλλά δεν ήταν επαρκής ο χρόνος για να φτάσουν σε αυτό.
Όταν τελικά «ο χρόνος έφτασε» και το ζήτημα συζητήθηκε (στις 27/09/2022), έμαθα ότι εκφράστηκαν πολλές αντιρρήσεις και επιφυλάξεις, αρκετές εξ’ αυτών φανερά προσχηματικές. Εν μέρει κατανοητό, δεν ήταν εύκολο το ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση, αυτά όλα ξεπεράστηκαν και κατέληξαν στην ιστορική απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ της 19/10/2022, που όρισε για τα μέλη του ΔΣΑ και πρότεινε και τους υπολοίπους ΔΣ ελάχιστη αμοιβή 600 ευρώ και καταβολή της εισφοράς κοινωνικής ασφάλισης του ασκουμένου από το δικηγόρο στον οποίο ασκείται ο ασκούμενος.
Ποιο είναι κανονικά το επόμενο βήμα, αφού υιοθετήθηκε η πρόταση από το ΔΣΑ; Να εισηγηθεί ο ΔΣΑ, ως ο μεγαλύτερος ΔΣ, στην Ολομέλεια την υποβολή σχετικής πρότασης στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Και ταυτόχρονα, με το κύρος που διαθέτει ως ο μεγαλύτερος επιστημονικός σύλλογος της χώρας, να τεθεί μπροστά και να αναλάβει το βάρος προβολής και θέσης του ζητήματος στους αρμοδίους φορείς της Πολιτείας.
Τι έχει γίνει έκτοτε από αυτά; Εξ’ όσων γνωρίζω, τίποτα. Η Ολομέλεια των ΔΣ συνεδρίασε πολλές φορές, αλλά ποτέ δεν τέθηκε το ζήτημα της κατώτατης αμοιβής (επισήμως τουλάχιστον). Υπήρξαν έκτοτε πολλές συναντήσεις με τον εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης, αλλά ποτέ δε συζητήθηκε το θέμα.
Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία του ζητήματος. Είναι κοινώς γνωστό ότι μια μεγάλη μερίδα δικηγόρων είναι αντίθετη στη νομοθετική ρύθμιση αυτής της μαύρης πτυχής της άσκησης, και θα δυσαρεστηθούν. Όπως είναι γνωστό και ότι οι ΔΣ της επαρχίας (στους περισσότερους εκ των οποίων η άσκηση γίνεται άνευ αμοιβής) δε θέλουν οποιαδήποτε αλλαγή.
Παραμένει ωστόσο το δεδομένο ότι το ΔΣ του ΔΣΑ αποφάσισε ο μεγαλύτερος επιστημονικός σύλλογος της χώρας να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Της διεκδίκησης διασφάλισης μιας ελάχιστης αξιοπρεπούς αμοιβής για τους συναδέλφους μόλις εισέρχονται αυτοί στο επάγγελμα. Διεκδίκηση που δεν αφορά μόνο την οικονομική κατάσταση των ασκουμένων, αλλά κυρίως το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος και την εικόνα του κλάδου προς τα έξω. Η διεκδίκηση αυτή ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή ότι δε θα αφορούσε μόνο την Πολιτεία, αλλά κυρίως τη μερίδα εκείνη του δικηγορικού κόσμου (και του δικηγορικού συνδικαλισμού) που δεν την ήθελε. Και μια αποτελεσματική διεκδίκηση δεν περιλαμβάνει μόνο θέση ενός ζητήματος σε ψηφοφορία, για να υπερψηφιστεί ή να καταψηφιστεί. Περιλαμβάνει την υποστήριξή του με όλα τα διαθέσιμα μέσα.
Η αλλαγή ηγεσίας στα αρμόδια υπουργεία, που ακολούθησε τις τελευταίες εκλογές, συνεπάγεται τη δυνατότητα θέσης νέων ζητημάτων στο τραπέζι, στα πλαίσια του νέου διαλόγου που ξεκινά. Θα δούμε αν, έστω και τώρα, το ζήτημα της κατοχύρωσης ελάχιστης αμοιβής ασκουμένων θα προβληθεί, ή αν θα φανεί πως η απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ ήταν τελικά προσχηματική.
6944 585 396 | |
d.anastasopoulos@metodikigoro.gr | |
Dimitris Anastasopoulos |