Άρθρο του κ. Φώτη Γιαννούλα, Δικηγόρου, Μέλους ΔΣ του ΔΣΑ, στο Magazino "Με Το Δικηγόρο"
Τον περασμένο Δεκέμβριο ολοκληρώθηκε η 5ετία από την θέση σε ισχύ της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης και ήδη έχει ξεκινήσει η δημόσια συζήτηση για τις προτεραιότητες των νέων αλλαγών των συνταγματικών διατάξεων.
Υπό την ισχύ του Συντάγματος του 1975 δύο αναθεωρητικές διαδικασίες άφησαν το στίγμα τους με θετικό ή αρνητικό πρόσημο: Εκείνη του 1986 με κομβικό στοιχείο τις αλλαγές στις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας και εκείνη του 2001, που χαρακτηρίστηκε από σημαντικές καινοτομίες και προσαρμογή του Καταστατικού Χάρτη στις ανάγκες των προκλήσεων της τότε εποχής: Ανεξάρτητες αρχές, δικαιώματα ψηφιακής εποχής που τότε ξεκινούσε, αναδιατύπωση της αρχής της αναλογικότητας είναι μερικά από τα σημαντικά της αναθεώρησης αυτής. Οι υπόλοιπες αναθεωρητικές διαδικασίες εξαντλήθηκαν σε σημειακές αλλαγές και παρά τις φιλόδοξες αρχικές διακηρύξεις, τελικά ελάχιστες ουσιαστικές αλλαγές επέφεραν στο ανώτατο θεσμικό κείμενο της χώρας μας.
Σήμερα, 45 χρόνια μετά την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 και 25 σχεδόν χρόνια από την τελευταία μεγάλη αναθεώρηση του 2001, είναι ευκαιρία να δούμε πιο βαθιά την ανάγκη αλλαγών, μακριά από τις σειρήνες της επικαιρότητας και κοντά σε όσα βλέπουμε ότι πράγματι χρειάζεται η έννομη τάξη μας, για να ρυθμίσει αποτελεσματικά τις σύγχρονες ανάγκες. Το παρόν άρθρο δεν μπορεί προφανώς να προσεγγίσει σε βάθος τα κρίσιμα ζητήματα. Μπορούμε, όμως, να δούμε «σε επικεφαλίδες» ζητήματα που επιβάλλεται – κατά την προσέγγισή μας – να εξετάσουμε ενδελεχώς τους μήνες που ακολουθούν:
(α) Θεσμικά αντίβαρα – Ανεξάρτητες Αρχές: Ιδίως τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί ακόμη πιο ξεκάθαρη η ανάγκη να τίθενται με τρόπο περισσότερο ασφαλή όρια στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η τελευταία συνταγματική αναθεώρηση που μείωσε την αναγκαία πλειοψηφία για τον ορισμό μελών των συνταγματικά κατοχυρωμένων Ανεξάρτητων Αρχών σε συνδυασμό με το ιδιαιτέρως μεταβλητό του σώματος που αποφασίζει (η Διάσκεψη των Προέδρων που δεν συγκροτείται με τρόπο που το Σύνταγμα καθορίζει, αλλά συγκροτείται βάσει κανόνων του Κανονισμού της Βουλής, άρα εύκολα μεταβάλλεται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία) κατέδειξε τα σημεία αδυναμίας της σημερινής ρύθμισης. Όσο διευκολύνεται η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να ελέγχει τα όργανα που την κρίνουν και την ελέγχουν, τόσο αυξάνονται οι δυνατότητες υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας σε ελάχιστους πόλους και κυρίως στην ηγεσία της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Επιβάλλεται να δούμε ξανά πώς θα μπορούσαμε να ενισχυθεί η ανεξαρτησία των Ανεξάρτητων Αρχών, καθώς όσα έχουν λάβει χώρα από την θέσπισή τους και μετά έχουν διαλύσει τις όποιες αμφιβολίες υπήρχαν κατά την εισαγωγή τους στην ελληνική έννομη τάξη.
(β) Επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης: Στην ίδια κατεύθυνση ενίσχυσης των θεσμικών αντιβάρων επιβάλλεται να ξαναδούμε τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Η άμεση επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο είναι σαφές ότι εντείνει την σχέση εξάρτησης ιδίως των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Η πρόσφατη ρύθμιση του κοινού νομοθέτη που προβλέπει την επιλογή της ηγεσίας μέσα από μια μικρή λίστα υποψηφίων που συγκροτεί το ίδιο το εκάστοτε Δικαστήριο είναι στην θετική κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί. Οι θεσμικές ανάγκες της σημερινής εποχής επιβάλλουν – παρά τα όποια κυρίως δογματικού χαρακτήρα μειονεκτήματα – την πλήρη αυτονόμηση της διαδικασίας της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία. Στην ίδια κατεύθυνση επιβάλλεται να τεθούν αυστηροί και εκτενείς περιορισμοί στην δυνατότητα αφυπηρετούντων δικαστικών να αναλαμβάνουν κρατικές θέσεις, καθώς η πολύ εκτεταμένη πρακτική των τελευταίων χρόνων πλήττει την αναγκαία αίσθηση αμεροληψίας των δικαστών έναντι της πολιτικής εξουσίας.
(γ) Συνταγματικό Δικαστήριο; Πολλά πειστικά επιχειρήματα προβάλλονται για την αναγκαιότητα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, που μόνον αυτό θα κρίνει για την συνταγματικότητα των νόμων. Πράγματι, κάτι τέτοιο θα συνέβαλλε σημαντικά στην ασφάλεια του δικαίου και κατ’ επέκταση και στην ταχύτητα απονομή της Δικαιοσύνης. Από την άλλη, το σημερινό σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που απονέμει ακόμη και στον πρωτοδιόριστο πρωτοδίκη την εξουσία να κρίνει την αντίθεση ενός νόμου προς το Σύνταγμα διασφαλίζει την μη συγκέντρωση της – τόσο σημαντικής – κρίσης για την συνταγματικότητα μόνο σε έναν κλειστό κύκλο δικαστών. Όσο μικρότερος είναι ο κύκλος των κρινόντων, τόσο πιο ευάλωτο είναι το σύστημα σε προσπάθειες επιρροής. Το βέβαιο είναι ότι την αναθεώρηση του σημερινού συστήματος μπορούμε να την εξετάσουμε μόνο υπό την προϋπόθεση της αυτονόμησης της εκλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την κυβέρνηση και της θέσπισης πιο αυστηρών κανόνων αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων, όπως αυτοί που αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω.
(δ) Αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων: Στο δημόσιο διάλογο που αναζητεί τρόπους επιτάχυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης αναδεικνύεται από κάποιους η ανάγκη αναθεώρησης της συνταγματικής πρόβλεψης που επιβάλλει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όλων των δικαστικών αποφάσεων οριζοντίως. Επισημαίνουν ότι η Δικαιοσύνη θα μπορούσε να απονέμεται πιο γρήγορα, αν οι δικαστές απελευθερώνονταν από την συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 93 παρ. 3 και μπορούσαν να «γράψουν λιγότερα» στις συχνά εκτενέστατες δικαστικές αποφάσεις. Φοβάμαι όμως ότι στην συζήτηση αυτή υπάρχει μια παρανόηση: Δεν μπορεί να ταυτίζεται η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και η απλώς φλύαρη αιτιολογία. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν συνεπάγεται ούτε την ανάγκη για πολυσέλιδες αναπτύξεις της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού, ούτε γενικά σχοινοτενείς αποφάσεις. Είναι αλήθεια ότι η υπερβολικά αυστηρή νομολογία ιδίως του Αρείου Πάγου στο πλαίσιο του αναιρετικού ελέγχου φορτώνει με σελίδες πολλές δικαστικές αποφάσεις, αλλά δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα λόγω μιας στρεβλής τακτικής της νομολογίας. Αλλού πρέπει να βρούμε τις λύσεις. Η υποχρέωση αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων είναι το βασικό μέσο προστασίας του διαδίκου από την αυθαιρεσία. Σε μια χώρα με σημαντικό πρόβλημα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και ιδίως προς το θεσμό της Δικαιοσύνης, η απίσχναση του περιεχομένου του άρθρου 93 παρ. 3 θα προκαλέσει σημαντικό πρόβλημα λειτουργίας της δημοκρατίας.
Προφανώς με όσα εκθέσαμε παραπάνω δεν εξαντλήσαμε το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης. Υπάρχουν και πολλές άλλες διατάξεις, που πρέπει να επανεξετάσουμε. Οι Νομικές Σχολές της χώρας, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και ιδίως ο ΔΣΑ, ο μεγαλύτερος επιστημονικός σύλλογος της χώρας μας, πρέπει να πρωτοστατήσουν, ώστε και η αναθεώρηση του 2025-2027 να μην ξεχαστεί λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωσή της, αλλά αντίθετα να αποτελέσει μέσο για την ενίσχυση των θεσμών και της Δημοκρατίας στη χώρα μας.
![]() | 6944 585 396 |
![]() | d.anastasopoulos@metodikigoro.gr |
![]() | Dimitris Anastasopoulos |