Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ και ειδικότερα, του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, των γενετησίων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους, της κατάχρησης ανηλίκων, της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας, της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους, των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, της μαστροπείας και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, προβλέπεται από τον κώδικα ποινικής δικονομίας, ο ειδικός τρόπος εξέτασης των ευάλωτων μαρτύρων του άρθρου 227 ΚΠΔ.
Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην δει ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι πρέπει να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και ψυχική του υγεία. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να προστατεύσει τα ανήλικα είτε τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν.
Η διαδικασία εφαρμογής της ιδιώνυμης πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 227 ΚΠΔ, είναι επιγραμματικά η ακόλουθη:
Α) διορισμός πραγματογνώμονα από τον εισαγγελέα, τον ανακριτικό υπάλληλο ή τον ανακριτή (ανάλογη εφαρμογή διατάξεων 183 επ. ΚΠΔ)- Αρκεί η απλή γνωμοδότηση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών όταν τον διορίζει ο ανακριτής, χωρίς να χρειάζεται σύμφωνη γνώμη (αρ. 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 ΚΠΔ και 227 παρ.2 ΚΠΔ). Β) Κοινοποίηση διάταξης για διορισμό πραγματογνώμονα στους διαδίκους σύμφωνα με το ΝΚΠΔ (δικαίωμα εξαίρεσης 191-192 ΚΠΔ, διορισμό τεχνικών συμβούλων 204 ΚΠΔ αποκλείοντας το 207 ΚΠΔ ήτοι την προσωπική επαφή του τεχνικού συμβούλου με το θύμα-ανήλικο) Γ) προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση και κρίση περί της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής του κατάστασης Δ) υποβολή της έκθεσης (γνωμοδότησης) από τον ειδικό επιστήμονα Ε) κατάθεση ανηλίκου δια μέσω του παιδοψυχολόγου/ παιδοψυχίατρου, η οποία έχει εγγυητικό ρόλο. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ή τους δικαστικούς λειτουργούς μέσω του διορισθέντος παιδοψυχολόγου/ παιδοψυχίατρου. Η σύνταξη πραγματογνωμοσύνης τέθηκε για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του περιεχομένου της κατάθεσης. Επομένως αν η πραγματογνωμοσύνη παραλειφθεί ή δεν απαντά στα ερωτήματα που θέτει ο νόμος απαγορεύεται αυτόματα η αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης στην ακροαματική διαδικασία. Επομένως η μαρτυρική κατάθεση είναι άκυρη. Άρα η ανάγνωση της άκυρης κατάθεσης προκαλεί νέα απόλυτη ακυρότητα. Επομένως η αξιολόγηση της άκυρης κατάθεσης ως άκυρο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του δικαστηρίου δεν φαίνεται ορθή. Αρχικά, το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχίατρος η παιδοψυχολόγος, όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος πραγματογνώμονας που διορίζεται από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, εν συνέχεια δια μέσου αυτού λαμβάνει χώρα η εξέταση του ανήλικου θύματος, είτε από το προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή.
Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα είναι η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωση του για την σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται από το πίνακα πραγματογνωμόνων.
Ειδικότερα, για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων ενώπιων του εισαγγελέα, των ανακριτικών υπαλλήλων ή του ανακριτή, ακολουθείται η εξής διαδικασία. Διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, που θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμων ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο).
Ο επιστήμων ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης . Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα, ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του. Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε, ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους ειδικούς επιστήμονες από τους συνηγόρους υπεράσπισης, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τη κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων» . Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια) προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας).
Η γραπτή έκθεση με την οποία διαπιστώνεται η ψυχική και αντιληπτική ικανότητα του ανήλικου θύματος, η οποία είναι ουσιαστικά πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ στη περίπτωση που ενώ, οι συνεδρίες για την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011, ΝΟΜΟΣ, και ΑναθΔικ 4/2012 ΠοινΧρον 2013,232, έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προισχύον δίκαιο, άρθρο 226 Α παρ.2 ούτε και στο ισχύον, άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ, συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο. Παρόλα αυτά δικονομικά ορθό φαίνεται να υποβάλλεται μέχρι και την περάτωση της κυρίας ανάκρισης, έτσι ώστε να έχει την δυνατότητα να λάβει αντίγραφα αυτής ο κατηγορούμενος και να μην υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.
Στην συνέχεια ο προανακριτικός υπάλληλος ή ανακριτής, οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επι ποινή ακυρότητας και στον κατηγορούμενο, οι οποίοι δικαιούται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στο διορισμό τεχνικών συμβούλων(204 ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης του ανήλικου στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής προανάκρισης) δεν είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση διορισμού πραγματογνώμονος (άρθρο 204 παρ. 2 ΚΠΔ) στον ύποπτο προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο τεχνικός σύμβουλος δεν έχει και πολλές δυνατότητες. Δεν έχει δικαίωμα να έχει προσωπική επαφή με το ανήλικο θύμα ( να υποβάλει, ερωτήσεις, παρατηρήσεις διευκρινίσεις), απλά να παρακολουθεί την εξέταση του ανήλικου θύματος, να λάβει γνώση της έκθεσης του παιδοψυχιάτρου ή παιδοψυχολόγου και να αντικρούσει το περιεχόμενο τους μέσω της υποβληθείσας έκθεσης του, επομένως η κατάθεση που έχει καταχωρηθεί σε οπτικοακουστικό μέσο αποκτά βαρύνουσα σημασία. Σύμφωνα με το άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (στην περίπτωση ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος) . Επιπλέον με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης η στους συνηγόρους του δηλούντα υποστήριξη κατηγορίας, να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου η παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Στην περίπτωση άρνησης του ανακριτή να υποβληθούν οι ερωτήσεις, δίνεται το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο κατ άρθρο 307 ΚΠΔ. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ. Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρίσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής. Ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ των ως άνω διατάξεων του ν. 4478/2017 επισημαίνονταν στη νομολογία μας ότι, μέσω της καταχώρισης της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο κι εν συνεχεία της ηλεκτρονικής προβολής της στο ακροατήριο, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και το δικαστήριο έχουν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις του ανηλίκου στις ερωτήσεις που του τέθηκαν και να σχηματίσουν προσωπική άποψη σχετικά με την αξιοπιστία του. Αυτονόητο είναι ότι η εξωλεκτική επικοινωνία και οι σωματικές αντιδράσεις του ανηλίκου έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση της κατάθεσής του (λ.χ. ο χρόνος αντίδρασης στις ερωτήσεις, αν προβαίνει σε κινήσεις που καταδεικνύουν νευρικότητα, δυσκολία ή αμηχανία, αν κοκκινίζει, αν πειράζει ή δείχνει κάποιο σημείο του σώματός του, αν συνοφρυώνεται, βουρκώνει, δακρύζει, χαμογελά ή γελά κ.ά.). Κρίσιμη είναι επίσης η ηλεκτρονική καταγραφή προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος εκφοράς των ερωτήσεων, δεδομένου ότι ακόμα και ο τόνος μιας ερώτησης και το ύφος με το οποίο τίθεται μπορούν να επηρεάσουν τον ανήλικο. Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας στην παρ. 4,ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την υποχρεωτικά η μη της καταγραφής κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, διότι ο νομοθέτης έτσι όπως έχει διατυπώσει την διάταξη έχει επιτρέψει να εμφιλοχωρήσουν αμφιβολίες σε σχέση με την υποχρεωτικότητα ή μη καταγραφής. Σύμφωνα με το άρθρο 227 παρ.4 εδ.β σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέταση του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από τη υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα. (άρθρο 19 παρ. 4 και 20 παρ.3 -6 οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας(4267/2014), άρθρα 9 παρ.4, 12 παρ.4 και 15 παρ.3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 εδ.α η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα. (226Α παρ.4α και 226Β παρ 4 προισχύον δίκαιο). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεση του ανήλικού, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.
*Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός Ε.Δ.
Πηγή: www.dikastiko.gr
![]() | 6944 585 396 |
![]() | d.anastasopoulos@metodikigoro.gr |
![]() | Dimitris Anastasopoulos |