Η διαδικασία κατάθεσης των ευάλωτων μαρτύρων

29-03-2024 09:41

Στις περιπτώσεις των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, δηλαδή για τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του ΠΚ και ειδικότερα, του βιασμού, της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, της κατάχρησης ανίκανου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη, των γενετησίων πράξεων με ανηλίκους ή ενώπιον τους, της κατάχρησης ανηλίκων, της διευκόλυνσης προσβολών της ανηλικότητας, της πορνογραφίας ανηλίκων, της προσέλκυσης παιδιών για γενετήσιους λόγους, των πορνογραφικών παραστάσεων ανηλίκων, της μαστροπείας και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής, προβλέπεται από τον κώδικα ποινικής δικονομίας, ο ειδικός τρόπος εξέτασης των ευάλωτων μαρτύρων του άρθρου 227 ΚΠΔ.

Με το άρθρο 80 του ν. 5090/2024, προστέθηκαν στην διαδικασία αυτή, τα ποινικά αδικήματα περί ενδοοικογενειακής βίας που προβλέπονται στο ν. 3500/2006. Επομένως, τα ανήλικα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, εξετάζονται πλέον, με την διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 227 ΚΠΔ. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε, ότι παρόλο που η εξέταση πλέον των ανήλικων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, διενεργείται με την διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 227 ΚΠΔ, ο νομοθέτης δεν κατήργησε την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 3500/2006, η οποία προβλέπει την εξέταση των ανήλικων θυμάτων στο ακροατήριο, σε αντίθεση με την διάταξη του άρθρου 227παρ. 5 ΚΠΔ που την απαγορεύει ρητά. Η πραγματογνωμοσύνη του άρθρου 227 ΚΠΔ δεν αποτελεί αυτοδύναμο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο. Αν και στην διαδικασία αυτή μετέχει πραγματογνώμονας δεν πρόκειται για πραγματογνωμοσύνη με την στενή έννοια του όρου, γι αυτό άλλωστε το άρθρο 227 ΚΠΔ εντάχθηκε στο κεφάλαιο για την εξέταση των μαρτύρων και όχι στο κεφάλαιο για τους πραγματογνώμονες και τους τεχνικούς συμβούλους. Έχει το ρόλο της πραγματογνωμοσύνης που διενεργείται για την ενίσχυση των ευάλωτων μαρτύρων (vulenarable witnesses).
Ο όρος αυτός περιγράφει μάρτυρες -συνήθως ανηλίκους ή θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων – τους οποίους ο νομοθέτης κρίνει ότι λόγω του ψυχικού τραυματισμού που υπέστησαν από την εγκληματική πράξη, θα πρέπει να τους εξαιρέσει από την κατ αντιπαράσταση εξέταση με τον κατηγορούμενο, καθώς η θέα και μόνο του τελευταίου είναι δυνατόν να τους προκαλέσει σημαντική ψυχική αναστάτωση, αλλά και να επηρεάσει σημαντική την ποιότητα της μαρτυρίας τους.

Στην περίπτωση των ευάλωτων μαρτύρων εκείνο που επιδιώκεται είναι να μην δει ο μάρτυρας τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι πρέπει να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα και ψυχική του υγεία. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να προστατεύσει τα ανήλικα είτε τα ενήλικα θύματα των αδικημάτων της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής εξέτασης στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν.

Η διαδικασία εφαρμογής της ιδιώνυμης πραγματογνωμοσύνης του άρθρου 227 ΚΠΔ, είναι επιγραμματικά η ακόλουθη:

Α) διορισμός πραγματογνώμονα από τον εισαγγελέα, τον ανακριτικό υπάλληλο ή τον ανακριτή (ανάλογη εφαρμογή διατάξεων 183 επ. ΚΠΔ)- Αρκεί η απλή γνωμοδότηση του εισαγγελέως πλημμελειοδικών όταν τον διορίζει ο ανακριτής, χωρίς να χρειάζεται σύμφωνη γνώμη (αρ. 30 παρ. 2 και 4, 138 παρ. 1 ΚΠΔ και 227 παρ.2 ΚΠΔ). Β) Κοινοποίηση διάταξης για διορισμό πραγματογνώμονα στους διαδίκους σύμφωνα με το ΝΚΠΔ (δικαίωμα εξαίρεσης 191-192 ΚΠΔ, διορισμό τεχνικών συμβούλων 204 ΚΠΔ αποκλείοντας το 207 ΚΠΔ ήτοι την προσωπική επαφή του τεχνικού συμβούλου με το θύμα-ανήλικο) Γ) προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση και κρίση περί της αντιληπτικής ικανότητας και της ψυχικής του κατάστασης Δ) υποβολή της έκθεσης (γνωμοδότησης) από τον ειδικό επιστήμονα Ε) κατάθεση ανηλίκου δια μέσω του παιδοψυχολόγου/ παιδοψυχίατρου, η οποία έχει εγγυητικό ρόλο. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους ή τους δικαστικούς λειτουργούς μέσω του διορισθέντος παιδοψυχολόγου/ παιδοψυχίατρου. Η σύνταξη πραγματογνωμοσύνης τέθηκε για τον έλεγχο της αξιοπιστίας του περιεχομένου της κατάθεσης. Επομένως αν η πραγματογνωμοσύνη παραλειφθεί ή δεν απαντά στα ερωτήματα που θέτει ο νόμος απαγορεύεται αυτόματα η αξιοποίηση της μαρτυρικής κατάθεσης στην ακροαματική διαδικασία. Επομένως η μαρτυρική κατάθεση είναι άκυρη. Άρα η ανάγνωση της άκυρης κατάθεσης προκαλεί νέα απόλυτη ακυρότητα. Επομένως η αξιολόγηση της άκυρης κατάθεσης ως άκυρο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του δικαστηρίου δεν φαίνεται ορθή. Αρχικά, το άρθρο 227 ΚΠΔ προβλέπει ένα διαφορετικό τρόπο εξέτασης των ανήλικων παθόντων από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Ο πραγματογνώμονας που πρέπει να είναι ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχίατρος η παιδοψυχολόγος, όταν ερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, αλλά και ο αντίστοιχος πραγματογνώμονας που διορίζεται από τον ανακριτή, όταν διερευνάται η τέλεση αδικήματος στα πλαίσια της ανάκρισης, συντάσσει έκθεση αποφαινόμενος για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, εν συνέχεια δια μέσου αυτού λαμβάνει χώρα η εξέταση του ανήλικου θύματος, είτε από το προανακριτικό υπάλληλο είτε από τον ανακριτή.

Ο ρόλος του παιδοψυχίατρου ή του παιδοψυχολόγου κατά την εξέταση του ανήλικου θύματος ως μάρτυρα είναι η προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση δηλαδή η δημιουργία φιλικής επαφής και κλίματος εμπιστοσύνης με αυτόν, ελάττωση της αμηχανίας του έναντι της άγνωστης σε αυτόν δικαστικής διαδικασίας και η ενημέρωση του για την σημασία που έχει η παρουσίαση της αλήθειας στο δικαστήριο για τον ίδιο, τον δράστη και την κοινωνία. Άμεση προτεραιότητα έχουν οι ειδικοί που υπηρετούν στα αυτοτελή γραφεία προστασίας ανηλίκων θυμάτων και όπου αυτά δεν λειτουργούν ο διορισμός γίνεται από το πίνακα πραγματογνωμόνων.

Ειδικότερα, για την ανωμοτί εξέταση των ανήλικων ενώπιων του εισαγγελέα, των ανακριτικών υπαλλήλων ή του ανακριτή, ακολουθείται η εξής διαδικασία. Διορίζεται ο πραγματογνώμονας, ο οποίος προετοιμάζει το ανήλικο θύμα, στην συνέχεια συντάσσει γραπτή έκθεση, που θα διατυπώσει τις διαπιστώσεις του όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ σχετικά με την αντιληπτική του ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του. Στο άρθρο 11 της της Υ.Α. 7320/10.6.2019, ορίζεται ότι ο επιστήμων ψυχικής υγείας προετοιμάζει τον μάρτυρα για την εξέταση ως ακολούθως: τον ενημερώνει αναφορικά με το όνομα και την ιδιότητα του, συζητά αρχικά μαζί του για ουδέτερα θέματα, εγκαθιδρύει ένα υποστηρικτικό κλίμα ασφάλειας και εμπιστοσύνης μαζί του, επεξηγεί τον λόγο, τον σκοπό και τους βασικούς κανόνες εξέτασης, όπως επίσης την πορεία της όλης διαδικασίας και τον ρόλο του, τον ενθαρρύνει να καταθέσει την αλήθεια για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα, όπως ο ίδιος τα βίωσε ή αντιλήφθηκε και να ανακαλέσει στη μνήμη του όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες. Στο άρ. 10 της Απόφασης ορίζεται ότι η εκτίμηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του μάρτυρα αποτελεί μέρος της προετοιμασίας του για την εξέταση (δεν πρόκειται, λοιπόν, για μία επιπλέον διαδικασία που θα επιβαρύνει περισσότερο τον ίδιο).

Ο επιστήμων ψυχικής υγείας εξετάζει ιδίως το αναπτυξιακό του στάδιο, αξιολογεί την αντιληπτική, γλωσσική και μνημονική του ικανότητα, καθώς και την ικανότητα να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια. Μεταξύ άλλων, η αξιολόγηση του αναπτυξιακού σταδίου του ανηλίκου από τον αρμόδιο επιστήμονα αποτελεί ένα βασικό προ-απαιτούμενο, ώστε να αποφευχθεί μια μη ενδεδειγμένη τεχνική συνέντευξης κατά την κύρια φάση της εξέτασης . Δεν επιτρέπεται, ωστόσο, να αποφανθεί σχετικά με το αληθές της αφήγησης του μάρτυρα, ούτε να υποδείξει στο δικαστήριο αν θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τους ισχυρισμούς του. Στο σημείο αυτό καθίσταται σκόπιμο να αναφέρουμε, ότι όταν τίθεται ως ερώτημα στους ειδικούς επιστήμονες από τους συνηγόρους υπεράσπισης, αν το ανήλικο θύμα βρίσκεται σε κατάσταση υποβολιμότητας, ο πραγματογνώμονας παρόλο που λόγω της εμπειρίας του δύναται να το απαντήσει, ενδεχομένως να μην το πράξει γιατί θα θεωρείται ότι επηρεάζει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση τη κρίση του δικαστηρίου. Παρόλα αυτά θα κληθεί να απαντήσει επιστημονικά αν υπάρχει πιθανότητα αυτό να συμβαίνει, έτσι ώστε να συνδράμει στον όσο γίνεται ορθότερο σχηματισμό δικανικής πεποίθησης. Με βάση τα παραπάνω: «… η αξιολόγηση της αντιληπτικής ικανότητας και ψυχικής κατάστασης του ανηλίκου περιλαμβάνει α) την ικανότητα παρατήρησης και ερμηνείας των γεγονότων, β) την ικανότητα της μνήμης και γ) την ικανότητα μεταφοράς των γεγονότων και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο ανήλικος είναι ικανός να παρατηρήσει αυτό που συνέβη; Μπορεί να μεταφέρει αυτό που θυμάται; Μπορεί να θυμηθεί αυτό που παρατήρησε; Μπορεί να διακρίνει το ψέμα από την αλήθεια; Ο σκοπός της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί ένα εργαλείο προς το δικαστή ότι η κατάθεση του ανηλίκου είναι αξιόπιστη και κατά τούτο μπορεί να αξιοποιηθεί αποδεικτικά και χρησιμεύει για να περιγράψει τις βασικές ιδιότητες που οι ανήλικοι πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να καταθέσουν. Το όριο βρίσκεται χαμηλά. Αυτό που απαιτείται είναι η βασική ικανότητα αντίληψης […] ειδικά στην περίπτωση που ο ανήλικος είναι απών στο ακροατήριο, ο δικαστής […] δεν διαθέτει, μπροστά του, τον ανήλικο και δεν μπορεί να τον εξετάσει για να διαπιστώσει εάν είναι ή όχι αξιόπιστος. Αυτή ακριβώς τη λειτουργία, επιτελεί, ως «βοηθός» του δικαστή ο […] πραγματογνώμων» . Σε συνέντευξη καλούνται επίσης τα μέλη της οικογένειας του ανηλίκου (ιδίως τα αδέλφια) προκειμένου να επιτευχθεί η διερεύνηση του οικογενειακού του περιβάλλοντος εν γένει. Οι γονείς είναι αναγκαίο να εξετάζονται πριν από τον ανήλικο, ενώ είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το ιστορικό της οικογένειας (ιδίως τυχόν ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης, καθώς και σοβαρά ζητήματα ψυχικής υγείας).

Η γραπτή έκθεση με την οποία διαπιστώνεται η ψυχική και αντιληπτική ικανότητα του ανήλικου θύματος, η οποία είναι ουσιαστικά πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να προηγείται της εξέτασης του ανηλίκου η οποία είναι και η τελευταία ανακριτική πράξη. Ζήτημα τίθεται αν συνίσταται απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ στη περίπτωση που ενώ, οι συνεδρίες για την προετοιμασία του ανηλίκου έχουν λάβει χώρα πριν την κατάθεση του ανηλίκου, η σύνταξη και η παράδοση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε μετά. Οι ΑΠ 1244/2011, ΝΟΜΟΣ, και ΑναθΔικ 4/2012 ΠοινΧρον 2013,232, έχουν δώσει αρνητική απάντηση, αφού ο νόμος δεν όριζε ούτε στο προισχύον δίκαιο, άρθρο 226 Α παρ.2 ούτε και στο ισχύον, άρθρο 227 παρ. 2 ΚΠΔ, συγκεκριμένη προθεσμία, άρα μπορεί να γίνει μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο. Παρόλα αυτά δικονομικά ορθό φαίνεται να υποβάλλεται μέχρι και την περάτωση της κυρίας ανάκρισης, έτσι ώστε να έχει την δυνατότητα να λάβει αντίγραφα αυτής ο κατηγορούμενος και να μην υπάρχει κίνδυνος παραβίασης των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων.

Στην συνέχεια ο προανακριτικός υπάλληλος ή ανακριτής, οφείλει να κοινοποιήσει την ανωτέρω διάταξη περί διορισμού παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου στους διαδίκους, επι ποινή ακυρότητας και στον κατηγορούμενο, οι οποίοι δικαιούται να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης αυτών ή να προβούν στο διορισμό τεχνικών συμβούλων(204 ΚΠΔ). Στην περίπτωση αυτόφωρων αδικημάτων όπου συντρέχει περίπτωση επείγουσας και άμεσης ανάγκης λήψης κατάθεσης του ανήλικου στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης (αστυνομικής προανάκρισης) δεν είναι υποχρεωτική η γνωστοποίηση διορισμού πραγματογνώμονος (άρθρο 204 παρ. 2 ΚΠΔ) στον ύποπτο προκειμένου να δοθεί και στον ίδιο η δυνατότητα να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο τεχνικός σύμβουλος δεν έχει και πολλές δυνατότητες. Δεν έχει δικαίωμα να έχει προσωπική επαφή με το ανήλικο θύμα ( να υποβάλει, ερωτήσεις, παρατηρήσεις διευκρινίσεις), απλά να παρακολουθεί την εξέταση του ανήλικου θύματος, να λάβει γνώση της έκθεσης του παιδοψυχιάτρου ή παιδοψυχολόγου και να αντικρούσει το περιεχόμενο τους μέσω της υποβληθείσας έκθεσης του, επομένως η κατάθεση που έχει καταχωρηθεί σε οπτικοακουστικό μέσο αποκτά βαρύνουσα σημασία. Σύμφωνα με το άρ. 227 παρ. 2 ΚΠΔ είναι επιτρεπτή η συνοδεία του ανηλίκου από τον νόμιμο εκπρόσωπό του (στην περίπτωση ενηλίκων νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να είναι ο δικαστικός συμπαραστάτης σε περίπτωση δικαστικής συμπαράστασης), εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του με αιτιολογημένη απόφαση για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξής του στην ερευνώμενη πράξη (επί παραδείγματι, ο ανακριτής δύναται να απαγορεύσει τη συνοδεία του ανηλίκου από τη μητέρα του σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής κακοποίησης, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι είχε λάβει γνώση της θυματοποίησης και έμεινε αδρανής ή επιχείρησε τη συγκάλυψη του γεγονότος) . Επιπλέον με την παρ. 3 του άρθρου 227 ΚΠΔ δίδεται το δικαίωμα στους συνηγόρους υπεράσπισης η στους συνηγόρους του δηλούντα υποστήριξη κατηγορίας, να ζητήσουν να υποβληθούν στον ανήλικο από τον ανακρίνοντα ερωτήσεις, τις οποίες έχουν προηγουμένως διατυπώσει εγγράφως, εκτός αν από την κρίση του παιδοψυχολόγου η παιδοψυχίατρου οι ερωτήσεις αυτές είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου. Στην περίπτωση άρνησης του ανακριτή να υποβληθούν οι ερωτήσεις, δίνεται το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο κατ άρθρο 307 ΚΠΔ. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 108 ΚΠΔ το ανήλικο θύμα ακόμα και αν δεν παρίσταται προς υποστήριξη κατηγορίας έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται από τα άρθρα 92 και 100 ΚΠΔ. Με την παρ. 4 της διάταξης του άρθρου 227 ΚΠΔ καθιερώνεται η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου και η δυνατότητα καταχωρίσεως της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο προβολής. Ήδη πριν από τη θέση σε ισχύ των ως άνω διατάξεων του ν. 4478/2017 επισημαίνονταν στη νομολογία μας ότι, μέσω της καταχώρισης της κατάθεσης του ανήλικου μάρτυρα σε οπτικοακουστικό μέσο κι εν συνεχεία της ηλεκτρονικής προβολής της στο ακροατήριο, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και το δικαστήριο έχουν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν τις αντιδράσεις του ανηλίκου στις ερωτήσεις που του τέθηκαν και να σχηματίσουν προσωπική άποψη σχετικά με την αξιοπιστία του. Αυτονόητο είναι ότι η εξωλεκτική επικοινωνία και οι σωματικές αντιδράσεις του ανηλίκου έχουν ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση της κατάθεσής του (λ.χ. ο χρόνος αντίδρασης στις ερωτήσεις, αν προβαίνει σε κινήσεις που καταδεικνύουν νευρικότητα, δυσκολία ή αμηχανία, αν κοκκινίζει, αν πειράζει ή δείχνει κάποιο σημείο του σώματός του, αν συνοφρυώνεται, βουρκώνει, δακρύζει, χαμογελά ή γελά κ.ά.). Κρίσιμη είναι επίσης η ηλεκτρονική καταγραφή προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος εκφοράς των ερωτήσεων, δεδομένου ότι ακόμα και ο τόνος μιας ερώτησης και το ύφος με το οποίο τίθεται μπορούν να επηρεάσουν τον ανήλικο. Παρόλο που ο νέος ΚΠΔ διατηρεί αυτούσια την εν λόγω πρόβλεψη στο άρθρο 227 ΚΠΔ αναριθμώντας στην παρ. 4,ανακύπτει το ζήτημα, όταν η κατάθεση του ανηλίκου δεν καταχωρίζεται σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, εάν σ αυτή την περίπτωση προκαλείται ακυρότητα της κατάθεσης (απόλυτη ακυρότητα κατ άρθρο 171 παρ.1δ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την υποχρεωτικά η μη της καταγραφής κατάθεσης σε οπτικοακουστικό μέσο, διότι ο νομοθέτης έτσι όπως έχει διατυπώσει την διάταξη έχει επιτρέψει να εμφιλοχωρήσουν αμφιβολίες σε σχέση με την υποχρεωτικότητα ή μη καταγραφής. Σύμφωνα με το άρθρο 227 παρ.4 εδ.β σε περίπτωση ηλεκτρονικής προβολής αντικαθίσταται η φυσική παρουσία του ανηλίκου. Η καταγραφή με οπτικοακουστικό μέσο τέθηκε για την αξιοπιστία του προσώπου του ευάλωτου μάρτυρα, με βασικό στόχο να απαγορευτεί στη συνέχεια η εξέταση του στο ακροατήριο. Η αποδεικτική υποκατάσταση (φυσική παρουσία του μάρτυρα αντικαθίσταται από ηλεκτρονική προβολή) επιβλήθηκε από τη υποχρέωση συμμόρφωσης του Έλληνα νομοθέτη με τα διεθνή κείμενα. (άρθρο 19 παρ. 4 και 20 παρ.3 -6 οδηγίας 2011/92 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας(4267/2014), άρθρα 9 παρ.4, 12 παρ.4 και 15 παρ.3 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ «Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 εδ.α η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται στο ακροατήριο, αν δεν είναι δυνατή η καταγραφή της σε οπτικοακουστικό μέσο. Η γραπτή κατάθεση από υποχρεωτική απέκτησε επικουρικό χαρακτήρα. (226Α παρ.4α και 226Β παρ 4 προισχύον δίκαιο). Επομένως πρέπει να αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης ότι είναι δυνατή η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου γι αυτό και δεν ανεγνώσθη η γραπτή κατάθεση του ανήλικού, όπως και το αντίστροφο. Αλλιώς προκαλείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1δ ΚΠΔ.

Σε κάθε περίπτωση, κάθε εξέταση του παιδιού θύματος θα πρέπει να μπορεί να καταγράφεται οπτικοακουστικά και οι μαγνητοσκοπημένες αυτές εξετάσεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία κατά τη ποινική διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 24 Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2012 για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, τόσο για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανήλικου θύματος, όσο και του κατηγορουμένου. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η απόφαση ΑΠ 997/2023 , σύμφωνα με την οποία επισημαίνεται, ότι η διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 του ΚΠοινΔ είναι ειδική και υπερισχύει της γενικής διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 363 του ΚΠΔ, επομένως το Δικαστήριο δύναται να αναγνώσει τις καταθέσεις του απόντος παθόντος, εφόσον κατά το χρόνο (λήψης τους) δεν κατέστη εφικτή η καταχώρηση τους σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο λόγω έλλειψης κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής, ακόμα και σε περίπτωση μη συναίνεσης από την πλευρά του κατηγορουμένου. Στην διάταξη του άρθρου 227 παρ. 5 εδ. β. ορίζεται ότι αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το 18 έτος της ηλικίας του μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 228 ΚΠΔ με το άρθρο 121 του ν. 4855/2021 και τον εμπλουτισμό του καταλόγου των αδικημάτων, τίθεται το εύλογο ερώτημα αν όταν ενηλικιωθεί το ανήλικο θύμα θα εφαρμοστεί το άρθρο 227 παρ. 5 εδ β ή ειδική διαδικασία της διάταξης του άρθρου 228 ΚΠΔ. Κατά την άποψη της γράφουσας ορθότερο φαίνεται να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 228 παρ. 5 ΚΠΔ. Τέλος, με την διάταξη του άρθρου 227 παρ. 6 ΚΠΔ, ορίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εμφάνιση και εξέταση του ανηλίκου θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Συγκεκριμένα «[μ]ετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο ,ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου (/παθόντα), αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς ,χωρίς την παρουσία των διαδίκων ,στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές». 227 παρ.6β «Οι ερωτήσεις τίθενται από το δικαστήριο μετά από ακρόαση του εισαγγελέα και των παριστάμενων διαδίκων και υποβάλλονται στον ανήλικο, εκτός αν κατά την κρίση του παιδοψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου». Παρατηρούμε την ομοιότητα της διάταξης με αυτή του άρθρου 328 ΚΠΔ -εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανιστούν- και με την διάταξη του άρθρου 354 ΚΠΔ -μάρτυρες που είναι αδύνατον να εμφανιστούν-. Άρα ο δικαστήριο δεν έχει την δικονομική δυνατότητα τουλάχιστον σε ότι αφορά τον ανήλικο μάρτυρα, να τον καλέσει ενώπιον του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 227 παρ. 6. Επομένως γίνεται δεκτό ότι μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατ εφαρμογή των άρθρων 352 παρ. 3, 353 ή 354 ΚΠΔ κατά την κύρια διαδικασία και σύμφωνα με το 328 ΚΠΔ κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία και όταν κρίνεται απολύτως αναγκαία. Εάν γίνει δεκτό το αίτημα οι ερωτήσεις καθορίζονται με σαφήνεια και υποστηρίζεται ότι μ αυτή τη διαδικασία αναπληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η παρουσία του ανηλίκου στο ακροατήριο. Ζήτημα τίθεται όμως αν παρόλα αυτά επιλύεται το πρόβλημα επικίνδυνης συρρίκνωσης δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.3δ ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3ε ΔΣΑΠΔ. Θεωρώ ότι το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται, διότι ο συνήγορος δεν έχει την δυνατότητα να υποβάλει νέες ερωτήσεις με βάση τις απαντήσεις του ανήλικου μάρτυρα . Θα ήταν ορθότερο ενδεχομένως η παρουσία του δικηγόρου του κατηγορουμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις απευθείας στο μάρτυρα πάρα μόνο υποβάλλοντας τα εγγράφως στον ανακρίνοντα. Η καταδίκη του κατηγορουμένου δεν επιτρέπεται σύμφωνα με την ΕΔΔΑ να βασισθεί αποκλειστικά σε μια κατάθεση χωρίς να παρασχεθεί στο κατηγορούμενο η δυνατότητα να υποβάλλει ερωτήσεις. Κλείνοντας ν αναφέρουμε ως σημαντική την ΕΔΔΑ αποφ της 7/2/2023, Β κατά Ρωσίας, αριθμ αιτ 36328/20 Στην υπόθεση Β. κατά Ρωσίας το Δικαστήριο κλήθηκε να ελέγξει κατά πόσον συμβιβάζεται με το άρθρο 3 ΕΣΔΑ (απαγόρευση βασανιστηρίων) η πρακτική της λήψης επαναλαμβανόμενων μαρτυρικών καταθέσεων ανήλικου θύματος αδικήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας, από τις ρωσικές αρχές. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να καταθέσει επανειλημμένως ενώπιον ανακριτικών υπαλλήλων κι ψυχολόγων. Παράλληλα, είχε ήδη υποβληθεί σε ιατρική και ψυχιατρική εξέταση. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 3 ΕΣΔΑ εμπίπτει και η προστασία του θύματος κατά την ποινική διαδικασία. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σε περιπτώσεις ευάλωτων, ανήλικων θυμάτων δέον να καταγράφονται οι μαρτυρικές τους καταθέσεις μια φορά, προκειμένου να αποφευχθεί η πρακτική των επαναλαμβανόμενων καταθέσεων. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι παραβιάστηκε το άρθρο 3 ΕΣΔΑ.

*Ευαγγελία Γάκη, Δικαστικός Λειτουργός Ε.Δ.

Πηγή: www.dikastiko.gr



 
NEWSLETTER

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημήτρης Αναστασόπουλος

Επικεφαλής του Συνδυασμού μας
6944 585 396
d.anastasopoulos@metodikigoro.gr
Dimitris Anastasopoulos


Έλενα Γκερέκου

Υπεύθυνη Επικοινωνίας
6936 386 433
elenagkerekou@gmail.com


Μαρία Πιτσάκη

Υπεύθυνη Επικοινωνίας
6974 416 362
m.pitsaki@xenakis-pitsaki.gr


© 2023
ΜεΤοΔικηγόρο
Δημήτρης Αναστασόπουλος