ΕΔΔΑ: Απόφαση Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος (04.06.2024)

19-06-2024 07:29

Τομή στο ζήτημα αστικής ευθύνης του Δημοσίου για πράξεις ή παραλείψεις των δικαστικών οργάνων αποτελεί η απόφαση του ΕΔΔΑ Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος της 4ης Ιουνίου 2024. Εν συντομία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ενόψει της προηγούμενης νομολογίας του ΣτΕ για την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των δικαστικών οργάνων, η απόφαση 800/2021 συνιστά μια ανεπίτρεπτη μεταβολή της νομολογίας η οποία παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη όπως κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ. Συνεπώς, μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας για την αστική ευθύνη από πράξεις των δικαστικών οργάνων, θα πρέπει να αναγνωρίζεται αστική ευθύνη του Δημοσίου για πρόδηλα σφάλματα στις αποφάσεις των δικαστικών αρχών. 

 

Ανφορικά με το πραγματικό και νομικό κομμάτι της υπόθεσης, ο προσφεύγων κατέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αμέσως μετά την έκδοση της 800/2021 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για αποζημίωση από τις πράξεις και παραλείψεις των πολιτικών δικαστηρίων σχετικά με την επιδίκαση αποζημίωσης του. Ειδικότερα και πολύ συνοπτικά το ΣτΕ έκρινε την αγωγή απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του ιδίου βάσει του άρθρου 94 του Σ και θεμελίωσης αντίστοιχης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων λόγω της ιδιωτικής φύσης της επίμαχης διαφοράς. Περαιτέρω, το ΣτΕ έκρινε ότι ελλείψει νομοθετικής πρόβλεψης περί συστήματος αποζημίωσης από πράξεις ή παραλείψεις δικαστικών οργάνων το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δε μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικώς. Πέραν του παραδόξου κατασκευής ενός νέου νομολογιακού κανόνα κατανομής δικαιοδοσίας παρά την αντίθετη πρόβλεψη του νόμου 1406/1983 το ΣτΕ οπισθοδρομεί και ανατρέπει και την προηγούμενη νομολογία του (1501/2014) προκαλώντας μεγάλη ανασφάλεια δικαίου.

Για την περαιτέρω εξέταση του ζητήματος κρίσιμη παρίσταται η απόφαση του ΕΔΔΑ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέτασε αν προσβάλλεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο το οποίο αποτελεί πτυχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη που εγγυάται το Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. υπόθεση Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου) και εδράζεται στις αρχές του κράτους δικαίου και της αποφυγής της αυθαίρετης εξουσίας. Μάλιστα, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα άσκησης αγωγής αλλά και το δικαίωμα επίλυσης της διαφοράς από δικαστήριο (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish and Others v. Romania [GC], αρ. 76943/ 11, § 86, 29 Νοεμβρίου 2016)

Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχεται ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς. Αυτοί επιτρέπονται σιωπηρά, δεδομένου ότι το δικαίωμα πρόσβασης από τη φύση του απαιτεί ρύθμιση από το κράτος. Ωστόσο, οι περιορισμοί που ισχύουν δεν πρέπει να περιορίζουν την πρόσβαση που αφήνεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που να θίγεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο σημειώνει ότι στην ελληνική έννομη τάξη το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ θεσπίζει την ευθύνη του Δημοσίου για κάθε ζημία που προκαλείται από πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται στα όργανά του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη ήταν κατά παράβαση υφιστάμενη διάταξη νόμου, αλλά αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Πρόκειται για περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης που δεν απαιτεί διαπίστωση υπαιτιότητας όπως αμέλεια ή πρόθεση εκ μέρους του κρατικού φορέα. Συναφώς, στην απόφαση 1501/2014 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι, καθώς το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα όργανα της δικαιοσύνης θα πρέπει αυτό να εφαρμόζεται κατ' αναλογία σε περιπτώσεις ζημιών που προκαλούνται από πράξεις δικαστικών οργάνων που καταλογίστηκαν σε πρόδηλη πλάνη εκ μέρους τους μέχρις ότου ο νομοθέτης θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για το θέμα αυτό.

Πράγματι, ο προσφεύγων, επικαλούμενος το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, άσκησε αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων σχετικά με την ευθύνη του Δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση για τη φερόμενη πρόδηλη πλάνη της απόφασης αριθ. 1143/2001 του ΑΠ, το οποίο είχε κηρύξει απαράδεκτους τους δύο λόγους αναίρεσης του επί νομικών ζητημάτων. Η αγωγή του εξετάστηκε επί της ουσίας από το Διοικητικό Πρωτοδικείο και απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το σφάλμα που καταλογίστηκε στο ΣτΕ δεν ήταν πρόδηλο όπως απαιτεί το άρθρο 105, το οποίο ίσχυε κατ' αναλογία (βλ. σκέψη 12). Η μεταγενέστερη έφεση του προσφεύγοντος απορρίφθηκε ομοίως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, εφαρμόζοντας κατ' αναλογία το άρθρο 105, έκρινε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η απόρριψη της προσφυγής επί νομικών ζητημάτων ήταν υπερβολικά τυπική δεν συνιστούσε αυτομάτως πρόδηλο σφάλμα στην απόφαση και ότι οι προϋποθέσεις για την ευθύνη για αποζημίωση των δικαστικών οργάνων του κράτους δεν πληρούνταν (βλ. παράγραφο 13).

Συνεπώς, ο επίδικος περιορισμός στο δικαίωμα πρόσβασης στα δικαστήρια προέκυψε από την ερμηνεία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου ότι το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ' αναλογία σε περιπτώσεις ζημίας που προκλήθηκε από πρόδηλη πλάνη δικαστικού οργάνου έως ότου τη στιγμή που ο νομοθέτης θέσπισε συγκεκριμένες ρυθμίσεις για το θέμα αυτό.

Υπό την παραδοχή αυτή, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει εάν ο περιορισμός επιδίωκε θεμιτό σκοπό. Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι όντως το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου να μην εφαρμόσει κατ' αναλογία το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ είχε ως στόχο τον σεβασμό της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών μη παρεμβαίνοντας ως νομοθετική πράξη όργανο σε έννομες σχέσεις επιδίωκε θεμιτό σκοπό. Ως εκ τούτου πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το φως όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης, υπήρχε εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ αυτού του σκοπού και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή του.

Είναι εξόχως κρίσιμο ότι κατά τον χρόνο που ο προσφεύγων κατέθεσε την έφεσή του επί νομικών ζητημάτων, τα διοικητικά δικαστήρια δεν είχαν εγείρει κανένα ζήτημα παραδεκτού και δεν υπήρχε καμία ένδειξη κάποιας αισθητής εξέλιξης της νομολογίας που να αποκλίνει από την ερμηνεία που εκτίθεται στην απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου με αρ. 1501/2014, η οποία είχε ακολουθηθεί σε αποφάσεις στη συνέχεια.

Η νέα ερμηνεία που εκτίθεται στην απόφασή της αριθ. 800/2021 είχε ως αποτέλεσμα η αγωγή της προσφεύγουσας να κριθεί για πρώτη φορά απαράδεκτη.

Ο αιτών δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο θα παρέκκλινε από την προηγούμενη νομολογία του. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, ιδίως τη διαπίστωση ότι μέχρι τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ δεν μπορούσε να εφαρμοστεί κατ' αναλογία και ότι τα διοικητικά δικαστήρια δεν ήταν αρμόδια, η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου συνιστούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο σε οποιεσδήποτε μελλοντικές προσπάθειες του αιτούντος να διεκδικήσει αποζημίωση από το Δημόσιο για τα υποτιθέμενα σφάλματα των πολιτικών δικαστηρίων μέχρι την τελική θέσπιση νέας νομοθεσίας.

Εν κατακλείδι, υπό το πρίσμα των προηγούμενων σκέψεων, το Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι επιβλήθηκε δυσανάλογη επιβάρυνση στον προσφεύγοντα, στερώντας του κάθε σαφή και πρακτική ευκαιρία να ζητήσει από τα δικαστήρια προστασία και θίγοντας  την ίδια την ουσία του δικαιώματός του πρόσβασης σε δικαστήριο, έκανε δεκτή την προσφυγή του και επιδίκασε αποζημίωση σε βάρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο:

https://hudoc.echr.coe.int/#{%22fulltext%22:[%22\%22CASE%20OF%20ZOUBOULIDIS%20v.%20GREECE%20(No.%203)\%22%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-233990%22]}



 
NEWSLETTER

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημήτρης Αναστασόπουλος

Επικεφαλής του Συνδυασμού μας
6944 585 396
d.anastasopoulos@metodikigoro.gr
Dimitris Anastasopoulos


Έλενα Γκερέκου

Υπεύθυνη Επικοινωνίας
6936 386 433
elenagkerekou@gmail.com


Μαρία Πιτσάκη

Υπεύθυνη Επικοινωνίας
6974 416 362
m.pitsaki@xenakis-pitsaki.gr


© 2023
ΜεΤοΔικηγόρο
Δημήτρης Αναστασόπουλος