Ενημέρωση του συναδέλφου και μέλους της παράταξής μας, Αντώνη Μιχελόγγονα, σχετικά με τις δυνατότητες νόμιμης καταβολής της αμοιβής των Ασκουμένων Δικηγόρων.
«Τις τελευταίες μέρες έχουμε λάβει αρκετές ερωτήσεις από συναδέλφους για ένα ζήτημα διαχρονικό, που συνδέεται άμεσα με τις πλημμελείς προβλέψεις του Κώδικα Δικηγόρων για το καθεστώς του ασκουμένου δικηγόρου:
Με ποιον τρόπο μπορεί ένας ασκούμενος δικηγόρος να πληρώνεται νόμιμα από τον δικηγόρο στον οποίο ασκείται, προκειμένου να εμφανίζεται ως δαπάνη η αμοιβή του ασκουμένου;
Καταρχήν, υπό το ισχύον καθεστώς, ο ασκούμενος δικηγόρος ΔΕΝ μπορεί να αμείβεται με μισθό έχοντας σύμβαση εργασίας, καθότι ισχύει το ασυμβίβαστο δικηγορικής ιδιότητας και μισθωτής εργασίας, ενώ η δυνατότητα απασχόλησης με έμμισθη εντολή δεν ισχύει για τους ασκουμένους, ελλείψει ειδικής πρόβλεψης στον Κώδικα Δικηγόρων.
Από εκεί και πέρα, στην αγορά συναντώνται τρεις τρόποι καταβολής της αμοιβής του ασκουμένου δικηγόρου:
1. Έκδοση ΤΠΥ από τον ασκούμενο δικηγόρο προς τον δικηγόρο-εργοδότη, όπως θα έκανε και ένας συνεργάτης-δικηγόρος (το λεγόμενο καθεστώς "μπλοκάκι").
Προϋποθέτει έναρξη στην εφορία με τον ΚΑΔ ασκουμένου δικηγόρου. Συνεπάγεται παρακράτηση 20% επί του τιμολογηθέντος ποσού για φόρο εισοδήματος (δεν ισχύει για παραστατικά έως 300 ευρώ), καθώς και επιβάρυνση με 24% ΦΠΑ αν ο ασκούμενος ξεπεράσει το ετήσιο όριο κύκλου εργασιών 10.000 € για την απαλλαγή. Δεν επιδρά στις ασφαλιστικές εισφορές του ασκουμένου. Έχει το αρνητικό ότι αντιμετωπίζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας ενώ εκ των πραγμάτων δεν είναι.
2. Έκδοση τίτλου κτήσης του Ν. 4509/2017 από τον δικηγόρο-εργοδότη.
Συνεπάγεται διπλή παρακράτηση υπέρ ΑΑΔΕ και ΕΦΚΑ για τον ασκούμενο, και λοιπές χαμηλές κρατήσεις (συνολικά παρακρατείται περίπου το 45% του ονομαστικού ποσού), και έχει ετήσιο όριο 10.000 €. Επισημαίνεται, πάντως, ότι κανονικά προορίζεται για ευκαιριακή και όχι για σταθερή απασχόληση.
3. Σύμβαση ασκουμένου.
Χρησιμοποιείται κυρίως από τράπεζες και δεν είναι ρυθμισμένη νομοθετικά, λειτουργεί, όμως, ως αποδεικτικό της οικονομικής συμφωνίας των μερών. Συνεπάγεται καταβολή της αμοιβής χωρίς παρακρατήσεις και ρυθμίζεται συμβατικά η καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών.
Επισημαίνεται για το σύνολο των ανωτέρω λύσεων ότι συνεπάγονται ένταξη του ασκουμένου στο αφορολόγητο, συνεπώς ό,τι ποσό παρακρατείται στο μεγαλύτερο μέρος του (αν όχι στο σύνολο) επιστρέφεται ως επιστροφή φόρου.
Μεταξύ των τριών λύσεων, περισσότερο συμφέρουσα για τον ασκούμενο θεωρώ την τρίτη, και είναι η πιο κοντινή στο καθεστώς της άσκησης, αν και έχει το αρνητικό ότι δεν προβλέπεται πουθενά στο νόμο (ούτε βέβαια απαγορεύεται). Σαν δεύτερη επιλογή προκρίνεται η έκδοση ΤΠΥ από τον ασκούμενο.»