Σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση τέθηκε το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο: «Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων».
Με το εν λόγω σχέδιο νόμου επιχειρείται η ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, μέσω της αναβάθμισης και του εκσυγχρονισμού της διοικητικής της υποστήριξης από το Σώμα των δικαστικών υπαλλήλων, η οργάνωση και λειτουργία του οποίου ανασχεδιάζεται προς τον σκοπό αυτό, με τη σύνταξη νέου Κώδικα.
Οι βασικές αρχές και επιδιώξεις του Κώδικα, καθώς και οι χαρακτηριστικότερες ρυθμίσεις θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής:
- Οι νέοι κλάδοι. Από τις σημαντικότερες καινοτομίες που επιχειρούνται με το σχέδιο του νέου Κώδικα, είναι η δημιουργία δύο καινούργιων κλάδων δικαστικών υπαλλήλων, που έρχονται να καλύψουν ανάγκες ζωτικές για την ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και το κύρος της Δικαιοσύνης:
Α) Ο Κλάδος ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου. Από τις πλέον αισθητές ελλείψεις υποστήριξης των δικαστικών λειτουργών στην άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, ειδικά στα ανώτατα αλλά και στα μεγάλα δικαστήρια της χώρας, είναι η έλλειψη επικουρίας τους σε όλα εκείνα τα έργα που είναι αναγκαία για την ταξινόμηση, τον προγραμματισμό και συντονισμό, την πρακτική εν γένει διεκπεραίωση, καθώς και την τεκμηρίωση (νομοθετική, νομολογιακή και βιβλιογραφική) των υποθέσεων που χειρίζονται. Ένα εργασιακό τοπίο, σε τέτοιο βαθμό υπερφορτωμένο και ανοργάνωτο, όπως αυτό που αποτελεί τον τόπο των ελληνικών δικαστηρίων, η έλλειψη της επικουρίας του πιο πάνω είδους το καθιστά συχνά περίπου χαοτικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ποιότητα καθ’ εαυτήν και για την αποτελεσματικότητα της δικαιοδοτικής κρίσης. Όπως είναι γνωστό, αλλά και όπως προέκυψε με συγκεκριμένα στοιχεία από τη συγκριτική έρευνα της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, σε πολλές περιπτώσεις δικαστηρίων της Ευρώπης και των ΗΠΑ, οι δικαστικοί λειτουργοί επικουρούνται, από τις ανωτέρω απόψεις, από εξειδικευμένους δικαστικούς υπαλλήλους υψηλής νομικής παιδείας και ικανοτήτων. Με πρόδηλη την ωφέλεια σε εξοικονόμηση χρόνου, ενέργειας αλλά και οικονομικών πόρων. Η έλλειψή τους στη χώρα μας αποτελεί περίπου πρωτοτυπία. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, αλλά και για έναν ακόμη: Της ανάγκης συστηματικής, επιστημονικής καθ’ ύλην ευρετηρίασης της νομολογίας των ανωτάτων ιδίως δικαστηρίων, η χρησιμότητα την οποίας για την όλη λειτουργία της Δικαιοσύνης είναι προφανής. Είναι γνωστό τι προσέφεραν για χρόνια στα Δικαστήρια και τους νομικούς εν γένει τα καθ΄ύλην ευρετήρια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τα συνέτασσαν νέοι δικαστές. Ο φόρτος πλέον των οποίων οδήγησε στη διακοπή της έκδοσής τους. Αυτό το κενό θα καλύψει και εδώ ο νέος Κλάδος νομικών δικαστικών υπαλλήλων. Ο οποίος προβλέπεται ως αυτοτελής, με δική του ιεραρχία και εξέλιξη, με ιδιαίτερη αυστηρή διαγωνιστική διαδικασία πρόσληψης και εισαγωγική εκπαίδευση.
Β) Κλάδος ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων. Η ανάγκη διαχείρισης της πληροφορίας από και προς τη Δικαιοσύνη, με τη σωστή πληροφόρηση για την έννοια των δικαστικών αποφάσεων, την ανασκευή ανακριβών δημοσιευμάτων, την ενημέρωση εν γένει του κοινού και τη συμμετοχή, όταν ενδείκνυται, των δικαστηρίων στον δημόσιο λόγο, είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά επίκαιρο, αναδεικνυόμενο όλο και περισσότερο, στην
εποχή της πληροφορίας, ως ζωτικής σημασίας για τη Δικαιοσύνη, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. Σε πολλά ευρωπαϊκά δικαστήρια, λειτουργούν και δη συνεχώς τέτοιες υπηρεσίες, θεωρούμενες ως κεφαλαιώδους σημασίας για το κύρος της Δικαιοσύνης. Το υπάρχον σχετικό κενό και την αμηχανία στη χώρα μας καλύπτει ο εν λόγω κλάδος, από ειδικούς δικαστικούς υπαλλήλους, προσλαμβανόμενους και αυτούς με αυστηρές διαγωνιστικές διαδικασίες, για να στελεχώσουν, σε πρώτη πιλοτική φάση τα ανώτατα δικαστήρια, αργότερα δε και κατώτερα, ιδίως στον τομέα της δικαστικής συνδρομής, επικουρώντας με τη γνώση τους τους αρμόδιους δικαστικούς λειτουργούς στις σχετικές ενέργειες, καθώς και σε όσες απαιτούνται στον τομέα των διεθνών σχέσεων των δικαστηρίων.
- Ιδιαιτερότητα δικαστικών υπαλλήλων. Οι δικαστικοί υπάλληλοι αντιμετωπίζονται ως ιδιαίτερη κατηγορία υπαλλήλων, λόγω της θεσμικής τους ιδιότητας ως αρωγών της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης και των συνταγματικών εγγυήσεων με τις οποίες ως εκ τούτου περιβάλλονται. Γι’ αυτό και κατά τη ρύθμιση ζητημάτων της κατάστασής τους και τη σύγκριση με αντίστοιχες ρυθμίσεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικού Κώδικα) ακολουθήθηκε η θέση ότι όπου υπήρξε αποχρών, για τις πιο πάνω αιτίες, λόγος διαφοροποίησης, εκεί επιλέχθηκε η αντίστοιχη, επιβαλλόμενη διαφορετική ρύθμιση. Όπου όμως δεν αναδείχθηκε τέτοιος λόγος, θεωρήθηκε καλό, χάριν της ενότητας του δικαίου, να μην συνυπάρχουν διαφορετικές ρυθμίσεις όμοιων περιπτώσεων.
- Μονιμότητα. Εκ του Συντάγματος οι δικαστικοί υπάλληλοι είναι μόνιμοι – βασική προϋπόθεση για την επιτέλεση του έργου τους, συνυφασμένου με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Έτσι και αντιλαμβάνεται πλέον το σχέδιο τον δικαστικό υπάλληλο, στον σχετικό ορισμό/καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του: Μόνον ως μόνιμο. Αφορμή γι αυτή την, αυτονόητη, διάταξη, υπήρξε ένα σοβαρό ζήτημα που, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά πιο κάτω, ανέκυψε τα τελευταία χρόνια και χρειάστηκε να ρυθμιστεί στον καινούργιο Κώδικα: Με τους νόμους της κινητικότητας, στο πλαίσιο του εξορθολογισμού της κατανομής των θέσεων του δημόσιου τομέα, μεταφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και στα δικαστήρια υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ). Οι υπάλληλοι αυτοί εντάχθηκαν αρχικά στις υποστελεχωμένες υπηρεσίες και παρείχαν, συχνά προς ανακούφισή τους, υπηρεσίες δικαστικού υπαλλήλου πάσης φύσεως, μεταξύ άλλων στις γραμματείες των δικαστηρίων, ακόμα και ως γραμματείς έδρας. Σύντομα όμως, με νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαγνώσθηκε συνταγματικό πρόβλημα ως προς τους υπαλλήλους αυτούς. Κρίθηκε δηλαδή, αφ’ ενός μεν ότι για να ασκήσουν καθήκοντα υπαλλήλου ΙΔΑΧ έπρεπε να υποβληθούν, ως προς την καταλληλότητά τους, σε κρίση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, αφ’ ετέρου δε ότι εν πάση περιπτώσει, λόγω ακριβώς του ότι δεν ήταν μόνιμοι, δεν τους είναι επιτρεπτό να ασκούν μια σειρά καθηκόντων, του «σκληρού πυρήνα» του υποστηρικτικού της Δικαιοσύνης έργου (όπως η υπηρεσία γραμματέα έδρας), που εκ του Συντάγματος παραφυλάσσεται για τους μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους. Το αποτέλεσμα: Ένας μεγάλος αριθμός υπαλλήλων, που ήρθε, πάντως, όχι αλεξιπτωτιστικά αλλά με θεσμικό σκοπό, την ανακούφιση των χειμαζόμενων δικαστηρίων, είτε να μην μπορεί να αξιοποιηθεί στα έργα για τα οποία κυρίως χρειάζεται είτε να χρησιμοποιείται συχνά, υπό τη δύναμη της ανάγκης, κατά παράβαση των κριθέντων. Υπό τα δεδομένα αυτά, επιλέχθηκε η λύση της μονιμοποίησης των υπαλλήλων αυτών, κατά τρόπο που και την ζωτική ανάγκη αξιοποίησης του προσωπικού αυτού να θεραπεύει και να βρίσκεται σε αρμονία με τις σχετικές συνταγματικές επιταγές: Μονιμοποίηση έπειτα από ουσιαστική κρίση των δικαστικών συμβουλίων, των ίδιων που είναι αρμόδια και για την μονιμοποίηση των δοκίμων δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με διαδικασία που εξασφαλίζει εξίσου τα δικαιώματά τους και το δημόσιο συμφέρον (εκτίμηση προσόντων, συνέντευξη με τις σχετικές εγγυήσεις, όπως έχουν νομολογηθεί, προσφυγή σε δεύτερο βαθμό κρίσεως, τόσο στους υπαλλήλους όσο και στην Υπηρεσία). Όσοι κρίνονται κατάλληλοι μονιμοποιούνται και παραμένουν πλήρως αξιοποιούμενοι, όσοι κρίνονται αρνητικά μεταφέρονται αλλού, εκτός δικαστηρίων. Και, πάντως, η ρύθμιση, μεταβατική και μόνον, αφορά αποκλειστικά το πιο πάνω προσωπικό που, υπό τις προεκτεθείσες ιδιαίτερες συνθήκες, βρέθηκε να υπηρετεί στα Δικαστήρια. Καμία πάγια εφεξής ρύθμιση για ΙΔΑΧ. Οι δικαστικοί υπάλληλοι νοούνται μόνον ως μόνιμοι.
- Υπηρεσιακή σχέση. Αξιοπρέπεια. Δικαιώματα και υποχρεώσεις. Την υπηρεσιακή σχέση, όπως συνάγεται από το όλο πνεύμα και τις ρυθμίσεις του, την αντιλαμβάνεται ο Κώδικας ως διεπόμενη σε κάθε περίπτωση από σεβασμό στην αξιοπρέπεια του εργαζόμενου υπαλλήλου, από την επιδίωξη του συμφέροντος της Υπηρεσίας με παράλληλη μέριμνα για την ελεύθερη ανάπτυξη, και διά της εργασίας, της προσωπικότητάς του, από τη θεώρηση, υπό το πνεύμα αυτό, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του, και από την καλλιέργεια της αίσθησης του καθήκοντος σε κλίμα συντονισμένης, υπεύθυνης και δημιουργικής συνεργασίας.
- Αξιολόγηση. – Επιλογή προϊσταμένων. Από τα βασικότερα κεφάλαια του Κώδικα, η αξιολόγηση, αντιμετωπίσθηκε με τη σταθερή απόφαση να επικρατήσει η αξιοκρατία και η αναζήτηση της ουσίας στη διάγνωση και αποτίμηση της ποιότητας ως δικαστικών υπαλλήλων. Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο που επιδιώχθηκε ήταν η εκρίζωση της γνωστής, εμπεδωμένης νοοτροπίας ότι όλοι, σχεδόν ανεξαιρέτως, είναι άριστοι, με αποτέλεσμα να έχει εντελώς χαθεί το μέτρο και μαζί του η ίδια η έννοια της αξιολόγησης, ακόμα και το νόημα των λέξεων. Με την επιδίωξη λοιπόν της επέμβασης όσο γίνεται στην ίδια τη διαμορφωμένη πραγματικότητα και όχι απλώς της κατάστρωσης οσονδήποτε αυστηρών επιταγών που θα σαρώνονταν από τη δύναμή της, μετά τις ρυθμίσεις με τα συγκεκριμένα κριτήρια, την εκατοντάβαθμη κλίμακα, την ανάγκη αιτιολογήσεως και τεκμηριώσεως των εκθέσεων κ.λπ., καθιερώθηκε ειδική διαδικασία, κατά την οποία στην εφαρμογή του νέου συστήματος, ο αξιολογητής εκείνος που χαρακτηρίζει αξιολογούμενο ως άριστο, οφείλει να παρουσιαστεί στο υπηρεσιακό συμβούλιο, και να υποστηρίξει και ενώπιόν του την άποψή του, προκειμένου να εγκρίνει πλέον εκείνο (το συμβούλιο) τον χαρακτηρισμό. Στο υπηρεσιακό συμβούλιο παρίσταται, φυσικά, και ο υπάλληλος. Κατά τα λοιπά, τόσον στην αξιολόγηση εν γένει όσο και στο κεντρικής σημασίας ζήτημα της επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, ως προς το οποίο υπήρχε αυθαιρεσία, καθιερώθηκε σύστημα μοριοδότησης, επιδιώχθηκε η αμιγώς αξιοκρατική κρίση και η αναζήτηση της ουσίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με τα τυπικά προσόντα να έχουν ασφαλώς την αξία τους, αλλά να τίθενται περαιτέρω σε δοκιμασία in concreto, με την παρακολούθηση επικαίρως ειδικών βαθμολογούμενων σεμιναρίων, τη συμμετοχή σε εξεταστική διαδικασία και σε δομημένη συνέντευξη. Και από τη συνολική αποτίμησή τους να συνάγεται κατά το δυνατόν η πραγματική, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αξία του υπαλλήλου για την υπηρεσία. Ιδιαίτερη περίπτωση το ζήτημα της αντίστροφης αξιολόγησης, του προϊσταμένου από τους υφιστάμενους του, ρυθμίζεται, όπως αναλύεται στη συνέχεια, με τρόπο που επιτυγχάνει μεν, με την κατ’ αρχήν ανωνυμία, προστασία του υφισταμένου, με την υπευθυνότητα όμως που πρέπει να διέπει κάθε σχετική διαδικασία.
- Η περίπτωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ένας Κώδικας ευλόγως φιλοδοξεί να «συνενώσει τα διεστώτα». Από την άλλη όμως χρειάζεται και προσοχή μήπως η μεγάλη διαφορετικότητα παραβλάψει την εσωτερική του συνοχή και ομοιογένεια. Ο προβληματισμός ακριβώς αυτός αναπτύχθηκε κατά τη σύνταξη του παρόντος σχεδίου σχετικά με τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι, και λόγω της φύσεως και των αρμοδιοτήτων του δικαστηρίου αυτού και λόγω της πληθώρας των ειδικών νομοθετημάτων στα οποία ανευρίσκονται οι σχετικές ρυθμίσεις, αλλά και λόγω της διαφορετικότητας των προσεγγίσεων που προέρχονταν από το ίδιο το Δικαστήριο, αποτελούν μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση. Μελετήθηκε το ζήτημα δια μακρών, και, τελικά, βρέθηκε η κατάλληλη τομή: Όσα μπορούσαν στην παρούσα φάση να ενταχθούν στον Κώδικα εντάχθηκαν. Ο Κώδικας, στα βασικά, είναι και Κώδικας των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι ειδικές διατάξεις.
- Εναρμονίσεις. Όπου χρειάστηκε, εναρμονίσθηκαν σχετικές ρυθμίσεις προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ΕΣΔΑ, και τις αντίστοιχες νομολογιακές εξελίξεις (όριο ηλικίας, όρκος κ.ά.).
- Αυτοδυναμία – Εφαρμογή. Τέλος, καταβλήθηκε ιδιαίτερη προσπάθεια, και κατορθώθηκε, να μην υπάρχουν νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις αγκυλωτικές των ρυθμίσεων του Κώδικα. Όλες κατά βάση οι ρυθμίσεις του σχεδίου του Κώδικα αποτελούν ολοκληρωμένες διατάξεις του ίδιου του κειμένου του – κάποιες, κι αυτές ελάχιστες, εξουσιοδοτήσεις παρασχέθηκαν μόνο για τη ρύθμιση λεπτομερειών ή για τη δυνατότητα προσαρμογής σε μελλοντικές ανάγκες, χωρίς να επηρεάζεται η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Έτσι, όταν ψηφισθεί, το νομοθέτημα αυτό θα είναι αμέσως εφαρμοστέο στο σύνολό του.
Η διαβούλευση θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Ιανουαρίου 2021, ημέρα Πέμπτη και ώρα 17:00.
Πηγή: open.gov.gr