Με την 2498/2020 απόφαση της επταμελούς συνθέσεως του ΣΤ΄ Τμήματος παραπέμφθηκε ενώπιον της Ολομελείας του ΣτΕ, λόγω σπουδαιότητος, το ζήτημα της εννοίας του άρθρου 2 του ν. 3900/2010 και ειδικότερα, το ζήτημα εάν στο πεδίο εφαρμογής του ως άνω άρθρου 2 υπάγεται, και υπό ποίες προϋποθέσεις, και η περίπτωση κρίσεως διοικητικού δικαστηρίου περί αντιθέσεως κανονιστικής διοικητικής πράξεως (και όχι μόνο τυπικού νόμου) στο Σύνταγμα.
Κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 υπάγεται και η περίπτωση όπου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνει αντισυνταγματική διάταξη κανονιστικής διοικητικής πράξεως, δεδομένου ότι, εκτός από την περίπτωση που έχει διατυπωθεί, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ρητή κρίση ότι η κανονιστική υπουργική απόφαση είναι απλώς εκτός εξουσιοδοτήσεως, στις λοιπές περιπτώσεις η πλημμέλεια της κανονιστικής αποφάσεως αντανακλά, στην πραγματικότητα, στο κύρος του εξουσιοδοτικού νόμου. Έτσι, άλλωστε, δεν καταλείπεται, στην έννομη τάξη ανεπίλυτο το ζήτημα ισχύος ή μη κανονιστικού επιπέδου ρυθμίσεων, ανεξάρτητα από την μορφή τους, που αξιώνουν εφαρμογή σε μη προσδιορίσιμο αριθμό περιπτώσεων. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η δικονομική διάταξη του άρθρου 2 ως εξαιρετική είναι στενώς ερμηνευτέα και, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτει μόνον η περίπτωση όπου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έχει κρίνει αντισυνταγματική διάταξη τυπικού νόμου (ή ρύθμιση κανονιστικής διοικητικής πράξεως, η οποία, όμως, ρύθμιση υπάρχει ήδη στον τυπικό νόμο) και όχι οι περιπτώσεις όπου η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνει είτε ότι η κανονιστική ρύθμιση έχει τεθεί καθ΄υπέρβασιν της εξουσιοδοτήσεως του νόμου, είτε ότι η ρύθμιση αυτή καθ' εαυτήν παραβιάζει το Σύνταγμα ή κανόνα υπερνομοθετικής ισχύος. Ο δε έλεγχος των κανονιστικών διοικητικών πράξεων, που αφορούν σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, ως προς τη συμφωνία τους με το Σύνταγμα, δύναται να γίνει μέσω του συστήματος ρυθμίσεων του άρθρου 1 του ν. 3900/2010.