ΣτΕ Ολ 315/2021: Η λυσιτέλεια του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με την οποία συναρτάται το έννομο συμφέρον για παροχή δικαστικής προστασίας, κρίνεται κατά την τελευταία συζήτηση στο ακροατήριο, προκειμένου να αποφεύγεται η διενέργεια άσκοπων δικών.
Σε περίπτωση αλυσιτελούς άσκησης της αίτησης ακυρώσεως, όταν δεν καταλείπονται άλλες δυσμενείς συνέπειες για τον αιτούντα, μόνη η δυνατότητα εκ μέρους του διεκδίκησης αποζημίωσης για την προβαλλόμενη παράνομη ενέργεια της Διοίκησης δεν συνιστά επαρκή λόγο ώστε να διατηρείται το έννομο συμφέρον του στην ακυρωτική δίκη, εφόσον το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποζημίωσης δικαστήριο, όταν δεν υπάρχει δεδικασμένο, δύναται να κρίνει παρεμπιπτόντως οποιοδήποτε κρίσιμο ζήτημα νομιμότητας της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης. Εν προκειμένω, οι εκδοθείσες δυνάμει του άρθρου 97 του ν. 4368/2016 αρχικώς προσβαλλόμενες πράξεις του Υπουργού Υγείας είχαν ως αντικείμενο τη σύναψη ατομικών συμβάσεων μίσθωσης έργου, προς παροχή υπηρεσιών καθαριότητας για το χρονικό διάστημα από 20.6.2016 έως 31.12.2017. Εξ άλλου, με την εκδοθείσα μεταγενεστέρως, δυνάμει του άρθρου 63 παρ. 7 του ν. 4430/2016, επίσης προσβαλλόμενη πράξη του αυτού Υπουργού αποφασίσθηκε η σύναψη συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου με τα επιλεγέντα βάσει της αρχικής διαδικασίας φυσικά πρόσωπα, ορίσθηκε δε ότι οι συμβάσεις εργασίας με τα εν λόγω πρόσωπα θα ισχύουν από 23.12.2016 έως 30.11.2018. Κατά τη συζήτηση, όμως, της υπόθεσης στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε ήδη παρέλθει όχι μόνο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ίσχυαν οι συμβάσεις εργασίας που συνήφθησαν δυνάμει του άρθρου 63 παρ. 7 του ν. 4430/2016, αλλά και η 31η Δεκεμβρίου 2019, που ορίσθηκε ως το απώτερο χρονικό όριο για την εφαρμογή των εξαιρετικών ρυθμίσεων του άρθρου 63 του ν. 4430/2016. Υπό τα δεδομένα αυτά, εφόσον δεν είναι, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, δυνατή η ικανοποίηση του επιδιωκόμενου από την αιτούσα ακυρωτικού αποτελέσματος, δηλαδή η κίνηση διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης κατά την οδηγία 2004/18/ΕΚ ή την νεότερη οδηγία 2014/24/ΕΕ για το επίμαχο διάστημα, η εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης κατέστη πλέον αλυσιτελής. Απόκειται δε στο κατά νόμον αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει, ενόψει του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των ειδικών διατάξεων του ανωτέρω ν. 3886/2010, την τυχόν αξίωση για αποζημίωση της αιτούσας. Μειοψήφησαν οι τέσσερις Σύμβουλοι, κατά τη γνώμη των οποίων, ενόψει του ιστορικού της διαφοράς και των διατάξεων του ν. 3886/2010, η κρινόμενη αίτηση δεν είναι απορριπτέα ως αλυσιτελής και πρέπει να εξετασθεί, αφενός, εάν διατηρείται το αντικείμενο της αρχικής δίκης, κατά το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, αφετέρου, εάν παραδεκτώς προσβάλλεται η μεταγενέστερη πράξη του Υπουργού Υγείας, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, και, περαιτέρω, εφόσον κριθεί ότι η δίκη έχει αντικείμενο, να εξετασθούν τα λοιπά ζητήματα παραδεκτού και βασίμου των λόγων ακυρώσεως.
Παρόμοια λύση δόθηκε και επί έτερης αιτήσεως ακυρώσεως στην απόφαση ΣτΕ Ολ 314/2021