Ζήτημα ερμηνείας προκύπτει αναφορικά με το εάν η αμοιβή του δικηγόρου, επί τη βάσει του αντίστοιχου ποσοστού που ορίζει ο νόμος, θα καθορισθεί ενιαίως επί της αξίας ολοκλήρου του αντικειμένου της δίκης ή κατά φθίνουσα κλίμακα.
Προς την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε το ζήτημα ερμηνείας της διάταξης της παρ. 1 περ. i του άρθρου 63 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Απόφαση ΑΠ 455/2020).
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής προσδιορίζεται με αναφορά στην αξία του αντικειμένου της αγωγής με βάση τη φθίνουσα κλίμακα που προβλέπεται σε αυτήν.
Η νέα αυτή διάταξη, η οποία έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο νομικό καθεστώς, βάσει του οποίου το ποσοστό καθορισμού της ελάχιστης αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη κύριας αγωγής παρέμενε αμετάβλητο ανεξαρτήτως του ύψους της αξίας του αντικειμένου της αγωγής, εισήχθη προκειμένου να περιοριστεί η αμοιβή σε αγωγές με μεγάλο αντικείμενο.
Προκύπτει, ωστόσο, ζήτημα ερμηνείας αναφορικά με το αν η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται βάσει του αντίστοιχου ποσοστού που ορίζει ο νόμος ενιαίως επί της αξίας ολοκλήρου του αντικειμένου της δίκης ή, αντιθέτως, κατά φθίνουσα κλίμακα. Αν και μέχρι σήμερα το ανώτατο δικαστήριο φαίνεται να υιοθετεί την πρώτη εκδοχή, δίχως να διαλαμβάνεται ειδικότερη αιτιολογία προς τούτο, παρατηρείται το παράδοξο σε πολλές περιπτώσεις η αμοιβή του δικηγόρου για μικρότερο αντικείμενο δίκης να είναι μεγαλύτερη της αμοιβής για μεγαλύτερο αντικείμενο δίκης, λόγω της εφαρμογής διαφορετικού συντελεστή.
Τονίζεται, επιπλέον, η κρισιμότητα του ζητήματος ερμηνείας της σχετικής διάταξης, αφού από αυτήν εξαρτάται και ο υπολογισμός της αμοιβής του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, κατά το άρθρο 68 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και, συνακόλουθα, ο προσδιορισμός του ύψους των δικαστικών εξόδων που πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου, κατά το άρθρο 176 του ΚΠολΔ, και η αξίωση του εναγομένου περί απόδοσης των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων εξόδων κατά του παραιτουμένου ενάγοντος, που εξομοιώνεται με ηττηθέντα διάδικο.
Απόσπασμα της απόφασηςΑπό την πρώτη από τις προαναφερθείσες διατάξεις, στη ρύθμιση της οποίας παραπέμπει και η δεύτερη, προκύπτει ότι, σε αντίθεση με το προηγούμενο καθεστώς του Ν.Δ/τος 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», όπου το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη κύριας αγωγής οριζόταν σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής (άρθρ. 100 παρ. 1 εδ. α΄ του προηγούμενου Κώδικα των Δικηγόρων) και στο ίδιο ποσοστό οριζόταν το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης (άρθρ. 107 παρ. 1 εδ. α΄ του ιδίου Κώδικα), ανεξαρτήτως συνεπώς του ύψους στο οποίο ανερχόταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής, με τον νέο Κώδικα των Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) το ύψος της αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής, ως και του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων στην πρώτη συζήτηση της αγωγής, προσδιορίζεται με αναφορά στην αξία του αντικειμένου της αγωγής με βάση τη φθίνουσα κλίμακα που προβλέπει η διάταξη της παρ. 1 περ. i του άρθρου 63 του νέου Κώδικα Δικηγόρων.
Η νομοθετική αυτή μεταβολή έλαβε χώρα προκειμένου η ούτω προσδιοριζομένη αμοιβή των δικηγόρων σε αγωγές με μεγάλο αντικείμενο να μην ανέρχεται σε υπερβολικά μεγάλα χρηματικά ποσά, όπως συνέβαινε με τη χρήση σταθερού συντελεστή 2%, ανεξαρτήτως του ύψους του αντικειμένου της αγωγής, με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Γεννάται όμως ζήτημα ερμηνείας της πιο πάνω διάταξης περί του εάν η αμοιβή του δικηγόρου θα καθορισθεί επί τη βάσει του αντίστοιχου ποσοστού που ορίζει ο νόμος ενιαίως επί της αξίας ολοκλήρου του αντικειμένου της δίκης ή εάν αντιθέτως θα καθορισθεί κατά φθίνουσα κλίμακα, ήτοι για τα πρώτα 200.000 ευρώ με βάση ποσοστό 2%, για τα επόμενα 550.000 ευρώ με βάση ποσοστό 1,5% κ.ο.κ., ενόψει μάλιστα του ότι επί του ζητήματος αυτού η αιτιολογική έκθεση του νόμου ουδέν διαλαμβάνει.
Ο Άρειος Πάγος με τις με αριθ. 961/2017 και 1014/2019 αποφάσεις του, χωρίς κάποια ειδικότερη αιτιολογία, έχει προβεί στον υπολογισμό της αμοιβής του δικηγόρου, ως στοιχείο των δικαστικών εξόδων, με βάση το ποσοστό που αντιστοιχεί ενιαίως στην αξία ολοκλήρου του αντικειμένου της δίκης. Η άποψη αυτή, αν και φαίνεται σύμφωνη με τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής, έχει ως συνέπεια ότι σε πολλές περιπτώσεις η αμοιβή του δικηγόρου για μικρότερο αντικείμενο δίκης να είναι μεγαλύτερη της αμοιβής δικηγόρου για μεγαλύτερο αντικείμενο δίκης, λόγω της εφαρμογής διαφορετικού συντελεστή, πράγμα που δεν φαίνεται ότι συμβαδίζει με το σκοπό του νόμου.
Έτσι με την πρώτη άποψη, επί αγωγής της οποίας η αξία του αντικειμένου της ανέρχεται σε 10.000.000 ευρώ, η αμοιβή του δικηγόρου προσδιορίζεται σε 20.000 ευρώ (10.000.000 Χ 0,2% = 20.000 ευρώ), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 1 περ. i στοιχ. (στ) του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ενώ επί αγωγής της οποίας η αξία του αντικειμένου της είναι μεγαλύτερη, ανερχόμενη σε 15.000.000 ευρώ, η αμοιβή του δικηγόρου προσδιορίζεται σε μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα σε 15.000 ευρώ (15.000.000 Χ 0,1% = 15.000 ευρώ), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 1 περ. i στοιχ. (ζ) του νέου Κώδικα Δικηγόρων. Επί δε αγωγής της οποίας η αξία του αντικειμένου της είναι ακόμη μεγαλύτερη, ανερχόμενη σε 30.000.000 ευρώ, η αμοιβή του δικηγόρου προσδιορίζεται στο ίδιο ποσό και συγκεκριμένα σε 15.000 ευρώ (30.000.000 Χ 0,05% = 15.000 ευρώ), και εφαρμογή του άρθρου 63 παρ.1 περ. i στοιχ. (η) του νέου Κώδικα Δικηγόρων.
Το ζήτημα αυτό είναι γενικοτέρου ενδιαφέροντος, διότι η σχετική κρίση αφορά όχι μόνο αγωγές για τον προσδιορισμό της οφειλομένης αμοιβής σε δικηγόρους από τους εντολείς τους, για την οποία (αμοιβή) δεν είχε λάβει χώρα έγγραφη συμφωνία μεταξύ των μερών, αλλά και ως στοιχείο (άρθρ. 189 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ΚΠολΔ) προσδιορισμού του ύψους των δικαστικών εξόδων που πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος διαδίκου (άρθρ. 176 του ΚΠολΔ) σε όλες τις περιπτώσεις, όπου η αξία του αντικειμένου της αγωγής υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ περί τούτου πρώτος λόγος αναίρεσης να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 περ. β΄ και γ΄ του ΚΠολΔ και 23 παρ. 1 και 2 εδ. γ΄ περ. β΄ του κυρωθέντος με το Ν. 1756/1988 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
Πηγή: areiospagos.gr
6944 585 396 | |
d.anastasopoulos@metodikigoro.gr | |
Dimitris Anastasopoulos |